Μετά τις πρόσφατες δραματικές εξελίξεις σχετικά με την «αναζήτηση τίτλων κυριότητας» σε ένα από τα παγκόσμια μνημεία της Ορθοδοξίας, επικρατεί μια αίσθηση γενικής αμφισβήτησης όλων των κεκτημένων γνώσεων, που σκιάζει τόσο τον επιστημονικό όσο και τον ευρύτερο κοινωνικό κόσμο.
Γράφει ο π. Περίανδρος Ι. Επιτροπάκης*
Συγκεκριμένα, η σύγχρονη Δημοκρατία της Αιγύπτου, η πλήρης ανεξαρτησία της οποίας αναγνωρίστηκε το 1956 (μετά την αποχώρηση των βρετανικών δυνάμεων από τη Διώρυγα του Σουέζ), προβαίνει –μέσω μιας αμφιβόλου εγκυρότητας δικαστικής απόφασης– σε αμφισβήτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος ενός βυζαντινού αυτοκρατορικού ιδρύματος του 6ου αιώνα μ.Χ., παραβιάζοντας μάλιστα τη διαθήκη («αχτιναμέ») του ίδιου του Προφήτη Μωάμεθ, η οποία φυλάσσεται στη πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής.
Είναι προφανές ότι η Μονή, ως μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ένα ακίνητο που υπόκειται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς ενός κράτους. Αυτό ισχύει επίσης και για τους θησαυρούς που φυλάσσονται εκεί, οι οποίοι αποτελούν σύμβολα της διαχρονικής παρουσίας των αφιερωμένων τους στο χώρο και ανήκουν αποκλειστικά στην Ιερά Μονή και στο εκκλησιαστικό καθεστώς που την διέπει.
Το καθολικό της Μονής, αφιερωμένο αρχικά στην Αγία Μαρία (Παναγία), κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ και έχει χρονολογία οικοδόμησης που ανάγεται στους χρόνους μετά τον θάνατο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (548-565 μ.Χ.), σύμφωνα με τις επιγραφές των δοκών της στέγης. Η αφιέρωση της Μονής στην Αγία Αικατερίνη χρονολογείται στον 12ο αιώνα μ.Χ. λόγω της διαφύλαξης των λειψάνων της. Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε δύο από τους πιο κορυφαίους και αρχαίους θησαυρούς που διασώζονται στη Μονή, δηλαδή σε μια αυτοκρατορική χορηγία για τη διακόσμηση του καθολικού με ψηφιδωτές συνθέσεις και σε δύο χαρακτηριστικά αυτοκρατορικά δώρα φορητές εικόνες.
Από την αρχική φάση του καθολικού (550-565 μ.Χ.), διατηρείται ψηφιδωτός διάκοσμος με εσχατολογικό περιεχόμενο στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας (Μεταμόρφωση), με λειτουργικό περιεχόμενο στο μέτωπο της αψίδας (Αμνός ανάμεσα σε δύο αρχάγγελους και μετάλλια με τον Πρόδρομο και τη Θεοτόκο) και με τοπιογραφικό περιεχόμενο εκατέρωθεν του φωτιστικού παραθύρου πάνω από το θριαμβευτικό τόξο (φλεγόμενη Βάτος και παράδοση του Νόμου στον Μωησή, ως προεικονίσεις της θεοφάνειας του όρους Θαβώρ). Αυτά τα ψηφιδωτά αποτελούν το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της λεγόμενης αφηρημένης τεχνοτροπίας από την Ανατολή, που συνυπήρχε με τις ελληνιστικές καλλιτεχνικές επιβιώσεις στη Βασιλεύουσα της εποχής. Οι αφαιρετικές και υπερβατικές εικονογραφικές τάσεις των ψηφιδωτών θα επικρατήσουν μέχρι την Εικονομαχία. Η υπερβατική εξαΰλωση του χρυσού βάθους και η αφαιρετική απόδοση της μορφής του Χριστού υπογραμμίζουν την άυλη θεϊκή φύση του Θεανθρώπου. Η υλοποίηση του έργου αποδίδεται με βεβαιότητα σε συνεργείο από την Κωνσταντινούπολη, με τη συμμετοχή Παλαιστίνιων καλλιτεχνών, οι οποίοι προσέφεραν τις αντικλασσικές αποδόσεις των μορφών.

Από τη μεγάλη ποικιλία των σπάνιων φορητών εικόνων της Μονής Σινά, που καλύπτουν ένα φάσμα από τον 6ο αιώνα μέχρι σήμερα, αναφέρω τη γνωστή εγκαυστική εικόνα του Χριστού, που ευλογεί με το δεξί χέρι και κρατά ένα διάλιθο Ευαγγέλιο στο αριστερό χέρι. Πρόκειται για έργο από το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, που σχετίζεται άμεσα με το Βυζαντινό αυτοκράτορα, καθώς απαντάται σε αυτοκρατορικά νομίσματα της περιόδου εκείνης. Πιθανόν να είναι δώρο του Ιουστινιανού ή της αυλής του στη Μονή, και σύμφωνα με τον εκλιπόντα Μανόλη Χατζηδάκη, συνδέεται εικονογραφικά με την περίφημη εικόνα του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη της Κωνσταντινούπολης.

Η δεύτερη εγκαυστική εικόνα που αναφέρω είναι ένα έργο του αυτοκρατορικού αγιογραφικού εργαστηρίου της Κωνσταντινούπολης, χρονολογούμενο στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, που απεικονίζει την Θεοτόκο βρεφοκρατούσα, πλαισιωμένη από τους Αγίους Γεώργιο και Θεόδωρο και αγγέλους. Στην εικονογραφία αναδεικνύεται το χριστολογικό δόγμα των δύο ατρέπτως ενωμένων φύσεων του Χριστού.

Η παρούσα αναφορά στην «Ιερά Αυτόνομο Βασιλική Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Αγίου και Θεοβαδίστου Όρους», όπως αποκαλείται επίσημα, είναι ένδειξη επαγρύπνησης και αφιερώνεται στους σύγχρονους εργάτες της διάσωσής της. Ενδεικτικά αναφέρω τον Γεώργιο Σωτηρίου και τον Μανόλη Χατζηδάκη, διευθυντές του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου της Αθήνας, και τους συντηρητές Αναστάσιο Μαργαριτώφ και Σταύρο Μπαλτογιάννη, καθώς και τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, τον Μανόλη Μπορμπουδάκη, τους Σιναΐτες ιερομονάχους του Αγίου Ματθαίου στην Κρήτη, καθώς και τον αρχαιολόγο Δημήτρη Καλομοιράκη και τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Πατρών, Πέτρο Κουφόπουλο.
Ο π. Περίανδρος Ι. Επιτροπάκης είναι Πρωτοπρεσβύτερος της Ιεράς Μητροπόλεως Νιγηρίας του Αλεξανδρινού Θρόνου και Αρχαιολόγος Βυζαντινών & Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων στο Υπουργείο Πολιτισμού, με εξειδίκευση στο Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.