Η γερμανική πιστοληπτική αξιολόγηση Scope Ratings έχει καταρτίσει τρία σενάρια σχετικά με την πορεία και τον αντίκτυπο της εμπορικής πολιτικής του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, την οποία χαρακτηρίζει «ανορθόδοξη».
Ο Alvise Lennkh-Yunus, επικεφαλής των αξιολογήσεων χωρών του οίκου, αναφέρει σε ανάλυσή του ότι «η εφαρμογή των δασμών θα αποτελούσε το μεγαλύτερο σοκ στο εμπόριο των τελευταίων 100 χρόνων», προσθέτοντας πως η διατήρησή τους «θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ καθώς και διεθνώς».
Ακόμη και αν ο Τραμπ αποφασίσει να αποσύρει τελείως τους δασμούς – ένα σενάριο μάλλον απίθανο – «δεν θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις προηγούμενες συμμαχίες και εφοδιαστικές αλυσίδες, με αποτέλεσμα να υπάρχει μόνιμη οικονομική ζημιά σε κάποιο βαθμό», σημειώνει.
Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αβεβαιότητα που επικρατεί, καθώς και τη δυσκολία πρόβλεψης των κινήσεων του Αμερικανού προεδρεύοντα, η Scope έχει δημιουργήσει τρία σενάρια ενόψει της αναθεώρησης των προβλέψεών της για την ανάπτυξη και τις δημοσιονομικές καταστάσεις.
Τα τρία σενάρια
Το πρώτο σενάριο είναι το σενάριο των ελαφρών δασμών, όπου οι ανακοινωθέντες δασμοί αποτελούν το «ταβάνι» και σημείο εκκίνησης για διαπραγματεύσεις με άλλες χώρες. Ένας συνδυασμός διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ και εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την τόνωση της εγχώριας ζήτησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία νέα ισορροπία με ελαφρώς μεγαλύτερο βαθμό προστατευτισμού, χωρίς ωστόσο να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στις ροές εμπορίου και κεφαλαίων.
Σε αυτό το σενάριο, η Αμερική εισέρχεται σε τεχνική ύφεση – με δύο συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικού ΑΕΠ – αλλά καταλήγει σε θετική ανάπτυξη το 2025, ενώ η παγκόσμια αβεβαιότητα παραμένει περιορισμένη.
Το δεύτερο σενάριο είναι το σενάριο του εμπορικού πολέμου, στο οποίο οι ανακοινωθέντες δασμοί εφαρμόζονται κατά κύριο λόγο και γίνονται μόνιμοι. Ως απάντηση, οι περισσότερες μεγάλες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ και της Κίνας, επιβάλλουν αντίμετρα, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η παγκόσμια ζήτηση, να αλλάξουν οι εφοδιαστικές αλυσίδες και να προκληθεί μεγάλη αβεβαιότητα το 2025. Σε αυτό το σενάριο, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε ύφεση καθ’ όλη τη διάρκεια του 2025 και οι αρνητικές συνέπειες για την παγκόσμια ανάπτυξη και τις πιστωτικές συνθήκες γίνονται πιο σοβαρές, ειδικά για χώρες με στενές εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Το τρίτο σενάριο, το πιο απαισιόδοξο, αφορά την εκδήλωση οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι δασμοί καθίστανται σε μεγάλο βαθμό μόνιμοι και εισάγονται μέτρα αντεπίθεσης από τις μεγαλύτερες οικονομίες, όπως η ΕΕ και η Κίνα. Επιπλέον, η κυβέρνηση του Τραμπ θα επιταχύνει την απομόνωση επιβάλλοντας περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων. Το παγκόσμιο εμπορικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα που βασίζεται σε κανόνες κινδυνεύει να καταρρεύσει, με την εμπιστοσύνη στο αμερικανικό δολάριο να μειώνεται, οδηγώντας σε μια γενική επαναξιολόγηση των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων και σε χρηματοπιστωτική κρίση. Ένα άμεσο αποτέλεσμα θα ήταν μια βαθιά ύφεση στην αμερικανική οικονομία το 2025-2026.
Η κλίμακα της κρίσης θα επιφέρει μεγάλους πιστωτικούς κινδύνους για διάφορες χώρες.
Οι χώρες που θα επηρεαστούν περισσότερο
Η Scope τονίζει ότι ο τελικός αντίκτυπος στην ανάπτυξη, τον πληθωρισμό και το δημόσιο χρέος θα εξαρτηθεί από το μακροοικονομικό περιβάλλον που θα προκύψει από τις πολιτικές των ΗΠΑ και τις αντιδράσεις των εμπορικών εταίρων, καθώς και από την υπάρχουσα ισχύ και αδυναμία των χωρών προτού συμβεί το εμπορικό σοκ.
Η επίδραση της αμερικανικής πολιτικής σε άλλες χώρες εξαρτάται από την εξάρτησή τους στις εξαγωγές προϊόντων και τις χρηματοπιστωτικές τους διασυνδέσεις.
Οι πιο εκτεθειμένες χώρες όσον αφορά τις εξαγωγές σε δολάρια περιλαμβάνουν την Κίνα, το Μεξικό, τον Καναδά και τη Γερμανία, ενώ πιο εκτεθειμένες σε αναλογία με το ΑΕΠ είναι το Βιετνάμ (26% των εξαγωγών του ΑΕΠ του), ο Καναδάς (20%), η Ιρλανδία (12%) και η Ταϊλάνδη (10%).
Όσον αφορά τις διασυνδέσεις με το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, οι χώρες της G7 είναι οι πιο εκτεθειμένες, με την Ιαπωνία να είναι η πιο ευάλωτη, ακολουθούμενη από τη Βρετανία, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ