«Η επιστροφή όσων δεν έχουν δικαίωμα παραμονής στη χώρα αποτελεί βασικό πυλώνα της μεταναστευτικής πολιτικής. Η Ελλάδα δεν είναι χώρα απεριόριστης εισόδου και παραμονής», ανέφερε ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Μάκης Βορίδης, κατά την εκπομπή στο ραδιοφωνικό σταθμό Παραπολιτικά FM 90.1.
Ο κ. Βορίδης αναφέρθηκε στα αρχικά βήματα της νέας του θητείας, επισημαίνοντας την επιτάχυνση των διαδικασιών επιστροφής, την νομική αποκατάσταση της κατάστασης για την Τουρκία και την απόσυρση της ρύθμισης που προέβλεπε τριετή νομιμοποίηση. Ταυτόχρονα, ξεκαθάρισε τη θέση του σε σχέση με ενδεχόμενες γενικευμένες νομιμοποιήσεις, τονίζοντας ότι η παραμονή στη χώρα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη ή ανεξέλεγκτη. «Σε έναν μήνα, οργανώσαμε περίπου 170 επιστροφές — πολλές από αυτές οικειοθελείς. Εκτός από τις αριθμητικές επιδόσεις, προχωρήσαμε άμεσα στην αποκατάσταση νομικού κενού που είχε προκύψει από απόφαση του ΣτΕ. Μέσα σε 15 ημέρες επαναφέραμε την νομική αναγνώριση της Τουρκίας ως ασφαλούς χώρας», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο υπουργός τόνισε επίσης ότι οι ανάγκες της αγοράς δεν μπορούν να καλυφθούν μέσω παράνομων διαδρομών, αλλά διά νόμιμων διαδικασιών πρόσληψης. Προειδοποίησε αποκαλύπτοντας κίνδυνο εργαλειοποίησης της μετανάστευσης από κυκλώματα διακίνησης, εάν η πολιτεία υποχωρήσει σε λογικές αυτόματης νομιμοποίησης.
Σχολιάζοντας την νέα ΚΥΑ που καθορίζει την Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα, ο κ. Βορίδης είπε: «Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε ακυρώσει προηγούμενη ΚΥΑ για την Τουρκία λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Σε συνεργασία με τον υπουργό Εξωτερικών, κ. Γεραπετρίτη, προχωρήσαμε στην έκδοση νέας, πλήρως αιτιολογημένης απόφασης. Η Τουρκία επιστρέφει στη λίστα των ασφαλών χωρών. Χωρίς αυτό το χαρακτηρισμό, δεν μπορούμε να απορρίπτουμε μαζικά τις αιτήσεις ασύλου από άτομα που προέρχονται από εκεί – υποχρεούμαστε να τις εξετάζουμε ατομικά, γεγονός που καθυστερεί τη διαδικασία και επιβαρύνει το σύστημα».
Αναφερόμενος στις επιστροφές, ο υπουργός σημείωσε ότι η Ευρώπη έχει αλλάξει πορεία, επισημαίνοντας: «Εάν κάποιος δεν έχει δικαίωμα στο άσυλο ή άδεια παραμονής και αρνείται να φύγει, τότε θα πρέπει να περιορίζεται διοικητικά ή ακόμα και ποινικά. Όποιος παραμένει παράνομα στη χώρα πρέπει να αποχωρήσει. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρξει περιορισμός της ελευθερίας. Το μήνυμα είναι σαφές: η παραμονή στη χώρα δεν είναι δεδομένη ούτε ανεξέλεγκτη. Και για όσους δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν να φύγουν, η απάντηση είναι απλή: όταν κάποιος διαμένει παράνομα και γνωρίζει ότι μπορεί να υποβληθεί σε περιοριστικά μέτρα ή ακόμα και σε κράτηση, τότε αρχίζει να σκέφτεται σοβαρά την οικειοθελή επιστροφή».