Η Βρετανία θα αποφύγει οποιαδήποτε «τοποθέτηση» που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική συμφωνία που διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ, προκειμένου να αποφευχθούν οι δασμοί, δήλωσε σήμερα η υπουργός Οικονομικών, λίγες ώρες πριν από τις ανακοινώσεις που αναμένεται να κάνει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με τους εμπορικούς δασμούς που σκοπεύει να επιβάλει.
«Σκοπός μας είναι να επιτύχουμε μια καλή οικονομική συμφωνία και δεν θέλουμε να πάρουμε θέση» ανέφερε η Ρέιτσελ Ριβς κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του κοινοβουλίου. «Δεν θα πράξουμε τίποτα που θα μπορούσε να υπονομεύσει αυτόν τον στόχο και δεν θα βιαστούμε», τόνισε.
Η Ριβς πρόσθεσε ότι συνομιλεί με «άλλες χώρες και την ΕΕ» για την κατάλληλη αντίδραση στις ανακοινώσεις του Τραμπ, σημειώνοντας ότι είχε ήδη επικοινωνία με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Εμπορίου, Βάλντις Ντομπρόφσκις.
Το Ηνωμένο Βασίλειο διαπραγματεύεται τις τελευταίες εβδομάδες μια συμφωνία «οικονομικής ευημερίας» με τις ΗΠΑ, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των δασμών, δήλωσε ο πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ. Σε συνάντηση που είχε με τον Τραμπ στην Ουάσινγκτον στα τέλη Φεβρουαρίου, ο Αμερικανός πρόεδρος αναφέρθηκε σε αυτήν τη πιθανή συμφωνία, κατά την οποία «δεν θα χρειάζονταν οι δασμοί».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τις οποίες το εμπορικό ισοζύγιο είναι σχεδόν ισορροπημένο, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βρετανίας, μετά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του δημόσιου οργανισμού επίβλεψης του προϋπολογισμού (OBR), αν οι ΗΠΑ επιβάλλουν δασμούς 20% στα βρετανικά προϊόντα, το βρετανικό ΑΕΠ θα μπορούσε να μειωθεί κατά 0,6% το οικονομικό έτος 2026-27.
Για να επιτύχει μια συμφωνία με την Ουάσινγκτον, το Λονδίνο εξετάζει το ενδεχόμενο κατάργησης του φόρου στις ψηφιακές υπηρεσίες, ο οποίος αποφέρει 800 εκατομμύρια στερλίνες ετησίως. Ο υπουργός Εμπορίου Τζόναθαν Ρέινολντς δεν διέψευσε αυτή την πληροφορία την Τρίτη.
Μια τέτοια κίνηση θα ήταν προσιτή στους ιδιοκτήτες μεγάλων αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών, οι οποίοι είναι σύμμαχοι του Τραμπ. Ωστόσο, θα ήταν δύσκολο για την βρετανική κυβέρνηση να το εξηγήσει στο κοινό, καθώς μόλις τον περασμένο Οκτώβριο ανακοίνωσε σημαντική αύξηση των εργοδοτικών εισφορών και προσφάτως δραστικές περικοπές στις κοινωνικές παροχές, μέτρα που θεωρήθηκαν αναγκαία για την οικονομική ανάκαμψη με βάση τη χαμηλή ανάπτυξη.