Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα πρώτα 150 δισεκατομμύρια ευρώ στα εξοπλιστικά προγράμματα, που θα φτάσουν τα 800 δισεκατομμύρια, ανοίγει τον δρόμο για συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα SAFE, το οποίο έχει αναγνωριστεί ως ο πυρήνας της ευρωπαϊκής αμυντικής αρχιτεκτονικής.
Αυτή η αρχιτεκτονική είναι ακόμη στα πρώτα της βήματα. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, οι οποίες είναι μεσαίες δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο και στρατιωτικά (πλην ίσως της Γαλλίας), αντιμετωπίζουν την ανάγκη αυτή κυρίως λόγω της αποχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα, η Ευρώπη είχε επενδύσει στην αμυντική ομπρέλα του ΝΑΤΟ, κυρίως υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Η Ευρώπη, αντιμέτωπη με τα σοκ της κρίσης, προσπαθεί να ενισχύσει τη δική της πολεμική βιομηχανία. Ωστόσο, μια κοινή άμυνα δεν περιορίζεται μόνο σε στρατιωτικά προγράμματα, απαιτεί και στρατιωτικές δυνάμεις. Επιπλέον, η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα προϋποθέτει την προστασία των κρατών από εξωτερικές απειλές, κάτι που δεν μπορεί να διασφαλιστεί όταν περιλαμβάνει την Τουρκία, η οποία διατηρεί στρατεύματα στην Κύπρο και απειλεί την Ελλάδα.
Η Τουρκία, με τη σημαντική στρατιωτική της βιομηχανία, έχει συμφέρον να συμμετάσχει στις ευρωπαϊκές διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι επιθυμούν όχι μόνο οικονομικά οφέλη από τις συνεργασίες – όπως η σύμπραξη μεταξύ των ιταλικών εταιρειών Leonardo και Piaggio με την Baykar – αλλά και την αξιοποίηση του μεγάλης κλίμακας και πείρας τουρκικού στρατού. Στόχος τους δεν είναι η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, αλλά η Ρωσία. Φυσικά, οι Τούρκοι δεν θα πολεμήσουν για λογαριασμό των Ευρωπαίων, γεγονός που εγείρει αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα των ηγετών να διαβλέπουν την κατάσταση.
Η κερκόπορτα του SAFE
Η ελληνική κυβέρνηση κρύβεται πίσω από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αναζητώντας άρθρα για να υποστηρίξει ότι η Τουρκία δεν έχει ενταχθεί στο SAFE. Αυτή η στρατηγική δεν είναι παραγωγική. Η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία είναι πιο πειστική και αποτελεσματική σε αυτό το πεδίο. Ευτυχώς, ο Νίκος Δένδιας έχει ήδη ξεκαθαρίσει ότι το πρόγραμμα SAFE αποτελεί κερκόπορτα, ώστε να μην υπάρχουν παρερμηνείες. Παράλληλα, είναι εξεπίτηδες να απομακρυνθεί και η ψευδαίσθηση σχετικά με το casus belli. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προανήγγειλε ότι θα ζητήσει την άρση του από τον Ταγίπ Ερντογάν στη συνάντησή τους, κάτι που αναμένεται να προσεγγιστεί με την πάγια τουρκική απάντηση: «Το casus belli δεν είναι απειλή πολέμου, είναι προειδοποίηση για την Ελλάδα να μην επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια».
Η Ελλάδα ή θα χρειαστεί να συγκρουστεί με τις Βρυξέλλες και τους εταίρους της ή θα συμβιβαστεί, προκειμένου να διασφαλιστεί από την υπαρξιακή απειλή της Τουρκίας. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όπου, παρά την προστασία από εξωτερικές απειλές, σε θέματα που αφορούσαν την Τουρκία η απάντηση ήταν πάντα «βρείτε τα».
Δημοσιεύματα στα Μέσα Ενημέρωσης κάνουν λόγο για επιχειρήματα της Τουρκίας, υπογραμμίζοντας ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια θα μετατρέψει το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη, γεγονός που δεν μπορούν να αποδεχτούν. Έτσι, η Ελλάδα φαίνεται να προετοιμάζεται να συμβιβαστεί για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, με σκοπό να μην επιτρέψει στον Πούτιν να επηρεάσει την Ευρώπη. Πολιτικοί και «εμπειρογνώμονες» θα προβάλλουν τη Ρωσία ως τη μεγαλύτερη απειλή και όχι την Τουρκία.
Δορυφοροποίηση
Το επιχείρημα αυτό δεν αντέχει σε κριτική. Ο Εμμανουέλ Τοντ, στο βιβλίο του «Η ήττα της Δύσης», και ο Σταύρος Λυγερός, στο πρόσφατο έργο του «Οι αθέατες όψεις του πολέμου στην Ουκρανία», αποδομούν την αντίληψη περί ρωσικής απειλής. Με πληθυσμό 140 εκατομμυρίων, η Ρωσία δεν μπορεί να καλύψει τη δική της έκταση και ούτε έχει τη δυνατότητα ή την επιθυμία να επεκταθεί προς την Ευρώπη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία εκδηλώθηκε ως αντίκτυπος της επιθετικής στρατηγικής του ΝΑΤΟ να εγκαταστήσει πυραύλους κοντά στη Μόσχα, και η Ρωσία αντέδρασε σε μια υπαρξιακή απειλή, επιδιώκοντας μια ουδέτερη Ουκρανία.
Η Τουρκία, από την άλλη, δεν επιδιώκει απλώς μια διευθέτηση του Αιγαίου, αλλά θέλει να καταστήσει την Ελλάδα δορυφόρο της σε όλους τους τομείς των διμερών και διεθνών σχέσεων. Αυτό είχε επισημανθεί από τον Παναγιώτη Κονδύλη το 1992 στη «Θεωρία του Πολέμου». Η Τουρκία προχωρά ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη, που συνομιλεί ισότιμα με κομβικούς γεωπολιτικούς παίκτες, κάτι που συνεπάγεται σφοδρή προσοχή για την Ελλάδα.
Όπως ανέφερε και ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, εάν η Ελλάδα επιθυμεί να αποφύγει μια τέτοια εξέλιξη, θα πρέπει να αλλάξει την προσέγγισή της προς την Τουρκία και να είναι σε ετοιμότητα για όλα τα ενδεχόμενα.