Σήμερα, πάνω από 5.000 δορυφόροι βρίσκονται σε χαμηλή τροχιά γύρω από τη Γη.
Μέχρι το 2040, αναμένεται ο αριθμός αυτός να ξεπεράσει τις 60.000, κυρίως λόγω των προσπαθειών της Starlink του Έλον Μασκ και της κινεζικής εταιρείας Qianfan.
Ωστόσο, αυτοί οι δορυφόροι έχουν μέση ζωή περίπου πέντε ετών και συνήθως καταστρέφονται πλήρως στην ατμόσφαιρα. Αυτό δεν θέτει μόνο σε κίνδυνο άλλα ιπτάμενα αντικείμενα, αλλά μπορεί να επηρεάσει και το κλίμα της Γης, καθώς οι ερευνητές ανησυχούν για τις συνέπειες στην ατμόσφαιρα και το στρώμα του όζοντος.
Ο Στέφανος Φασούλας, καθηγητής στο Ινστιτούτο Διαστημικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης, εκφράζει τις ανησυχίες του για την επίδραση των “διαστημικών σκουπιδιών” στην κλιματική κατάσταση. Όπως αναφέρει σε συνέντευξή του στην Tagesschau, οι κίνδυνοι αφορούν όχι μόνο την υπερθέρμανση, αλλά και τη δυνατότητα ψύξης, καθώς τα μικροσκοπικά μεταλλικά σωματίδια μειώνουν την εισερχόμενη ηλιακή ακτινοβολία. “Απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να διαπιστωθεί αν ο κίνδυνος της υπερθέρμανσης είναι μεγαλύτερος από τους κινδύνους ψύξης”, προσθέτει ο καθηγητής Φασούλας.
Γεννημένος το 1964 στη Θεσσαλονίκη, ο Φασούλας σπούδασε Αεροδιαστημική Μηχανική στο Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης. Από το 1999, υπηρέτησε ως Καθηγητής Διαστημικών Συστημάτων στο Ινστιτούτο Αεροδιαστημικής Μηχανικής της Δρέσδης, και από το 2010 διδάσκει στην έδρα Τεχνολογίας Διαστημικών Μεταφορών στο Ινστιτούτο Διαστημικών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Στουτγάρδης.
Εκπαίδευση Αστροναυτών
Οι υποψήφιοι αστροναύτες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος παρακολουθούν τη βασική τους εκπαίδευση στη διαστημική τεχνολογία στο ινστιτούτο του καθηγητή Φασούλα. Το ετήσιο πρόγραμμα παρέχει διεθνώς αναγνωρισμένες γνώσεις σε ποικιλία θεμάτων. “Είμαστε περήφανοι που συμβάλουμε στη βασική εκπαίδευση των αστροναυτών της ESA”, τονίζει ο καθηγητής, ένας από τους πιο σημαντικούς Ευρωπαίους επιστήμονες στον τομέα της διαστημικής τεχνολογίας.
Όσον αφορά τα “διαστημικά σκουπίδια”, στόχος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος (ESA) και της NASA είναι να διασφαλίσουν ότι οι ανενεργοί δορυφόροι θα καίγονται όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα στην ατμόσφαιρα στο τέλος της ζωής τους. Το Ινστιτούτο Διαστημικών Συστημάτων της Στουτγάρδης, όπου εργάζεται ο Φασούλας, διερευνά επίσης νέους τρόπους κατασκευής διαστημοπλοίων που μπορούν να επιστρέψουν αναλλοίωτα στη Γη, προκειμένου να ανακυκλωθούν.
«Η κύρια ερώτηση είναι πώς μπορεί ο εγκαταλελειμμένος δορυφόρος να φτάσει στη Γη με ασφάλεια και υπό έλεγχο», λέει ο Φασούλας. «Κάθε οργανισμός που εκτοξεύει δορυφόρους θα πρέπει να υποχρεούται να διαχειρίζεται τα διαστημικά απόβλητα με περιβαλλοντικά φιλικό τρόπο», προσθέτει.
Κίνδυνος για το Στρώμα του Όζοντος
Η καύση των διαστημικών σκουπιδιών αποτελεί απειλή για το στρώμα του όζοντος. Αμερικανική ερευνητική ομάδα από το περιβαλλοντικό ινστιτούτο CIRES, υπό την καθοδήγηση του χημικού Κρίστοφερ Μαλόνεϊ, χρησιμοποίησε μοντέλα για να εξετάσει τις συνέπειες της καθημερινής καύσης δορυφόρων στο μέλλον. Το αλουμίνιο, που αποτελεί περίπου το 40% του διαστημικού σκάφους, αποσυντίθεται σε σωματίδια και αέρια. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι έως το 2040 μπορεί να απελευθερώνονται 10.000 τόνοι οξειδίου του αργιλίου ετησίως, καθώς περίπου 3.000 δορυφόροι παροπλίζονται κάθε χρόνο.
Ο “Δολοφόνος” του Όζοντος
Το οξείδιο του αργιλίου χαρακτηρίζεται ως “δολοφόνος του όζοντος”. Μια πρόκληση είναι ότι τα υπολείμματα των δορυφόρων ενδέχεται να φτάνουν στο στρώμα του όζοντος με χρονοκαθυστέρηση έως και 30 ετών, επιδρώντας στο προστατευτικό στρώμα. «Το στρατοσφαιρικό αλουμίνιο αντιδρά με οξυγόνο και σχηματίζει οξείδιο του αργιλίου. Τα μεταλλικά αερολύματα και άλλες σωματικές πιθανώς παραμένουν στη στρατόσφαιρα για αρκετά χρόνια», αναφέρει η ερευνητική ομάδα. Η υπερβολική ποσότητα οξειδίου του αργιλίου ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση της θερμοκρασίας της μεσαίας ατμόσφαιρας στους πόλους κατά 1,5 βαθμούς.
«Ακόμη και σε ακατέργαστο επίπεδο, υπάρχει πιθανότητα τα υπολείμματα αυτά να επηρεάσουν τις διεργασίες στη στρατόσφαιρα και τη μεσόσφαιρα, είτε μέσω της θέρμανσης είτε μέσω αλλαγών στη ροή του αέρα», προσθέτει ο καθηγητής Μαλόνεϊ. Σύμφωνα με τη θεωρία, η υπέρυθρη ακτινοβολία της Γης απορροφάται πιο έντονα από τα μικρότερα μεταλλικά σωματίδια, οδηγώντας σε μεγαλύτερη υπερθέρμανση του πλανήτη. Επιπλέον, η άνοδος της θερμοκρασίας μπορεί να μειώσει την ταχύτητα των ανέμων στο Νότιο Ημισφαίριο.