Ο αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, υπερασπίστηκε την απόφαση της κυβέρνησής του να περιορίσει την εγγραφή ξένων φοιτητών στο Χάρβαρντ. Αυτή η κίνηση έχει χαρακτηριστεί παράνομη από το πανεπιστήμιο και αναστάλθηκε από δικαστή.
«Γιατί το Χάρβαρντ δεν αναφέρει ότι σχεδόν το 31% των φοιτητών προέρχεται από ξένες χώρες, πολλές εκ των οποίων δεν είναι φιλικές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ταυτόχρονα δεν πληρώνουν τίποτα για την εκπαίδευσή τους;» ανέφερε ο Τραμπ στην πλατφόρμα Truth Social, την οποία κατέχει.
«Είναι λογικό να θέλουμε να γνωρίζουμε ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι φοιτητές, δεδομένου ότι δίνουμε στο Χάρβαρντ δισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, το πανεπιστήμιο δεν είναι πραγματικά διαφανές», πρόσθεσε, καλώντας το Χάρβαρντ να σταματήσει να ζητά χρηματοδότηση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Την Πέμπτη, η υπουργός Εσωτερικής Ασφαλείας, Κρίστι Νόεμ, ανακοίνωσε την ανάκληση του δικαιώματος του Χάρβαρντ να δέχεται ξένους φοιτητές, αλλά το μέτρο αναστάλθηκε γρήγορα από δικαστή, ύστερα από προσφυγή του πανεπιστημίου στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Μασαχουσέτης το πρωί της Παρασκευής.
Η κυβέρνηση Τραμπ κατηγορεί το Χάρβαρντ ότι δεν επιτρέπει την επιτήρηση από την Ουάσινγκτον στην εισαγωγή και τη διαδικασία πρόσληψης των εκπαιδευτικών του, ενώ αναφέρει το πανεπιστήμιο ως προπύργιο του αντισημιτισμού, υποστηρίζοντας ότι προωθεί προοδευτικές ιδέες της αριστεράς και έχει σχέσεις με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Η αμερικανική κυβέρνηση είχε ήδη ακυρώσει επιδοτήσεις προς το πανεπιστήμιο άνω των δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων, γεγονός που οδήγησε στη διακοπή ορισμένων ερευνητικών προγραμμάτων.
Σύμφωνα με τον ιστότοπό του, το Χάρβαρντ, το οποίο θεωρείται ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια παγκοσμίως και έχει αναδείξει 162 Νομπελίστες, υποδέχεται φέτος περίπου 6.700 «διεθνείς φοιτητές», που αντιστοιχούν στο 27% του συνολικού φοιτητικού πληθυσμού του. Οι φοιτητές αυτοί πληρώνουν δεκάδες χιλιάδες δολάρια ετησίως για δίδακτρα.
Το Χάρβαρντ είναι το πιο πλούσιο πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, με ένα κληροδότημα που υπολογιζόταν το 2024 σε 53,2 δισεκατομμύρια δολάρια.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP