Ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Βασίλης Καραστάθης, χαρακτήρισε τον σεισμό 6,1 Ρίχτερ που σημειώθηκε το πρωί της Πέμπτης στην Κρήτη ως «τυπικό σεισμό ενδιάμεσου βάθους».
«Αν και ήταν ισχυρός, το βάθος του βοήθησε σημαντικά στη μείωση της αισθητότητας και των πιθανών ζημιών στις περιοχές. Επιπλέον, βρίσκεται 55 χλμ μακριά από την πλησιέστερη κατοικημένη ζώνη της Κρήτης», ανέφερε, προσθέτοντας ότι δεν αναμένονται πολλοί μετασεισμοί.
Ο κ. Καραστάθης εξήγησε ότι το μεγάλο εστιακό βάθος (60 χλμ) έκανε τη διαφορά στην κατάσταση.
«Καθώς το βάθος αυξάνεται, η περιοχή στην οποία γίνεται αισθητός ο σεισμός διευρύνεται. Δηλαδή η ακτίνα της αισθητότητας μεγαλώνει», σημείωσε.
Στη συνέχεια, τόνισε ότι οι σεισμοί αυτού του βάθους σχετίζονται με την υποβύθιση της αφρικανικής πλάκας κάτω από το Αιγαίο. «Αυτός είναι και ένας λόγος που δεν προκαλεί ανησυχία ο σεισμός. Είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιες δονήσεις, οι οποίες δεν προκαλούν σημαντικές μετασεισμικές ακολουθίες ή ζημιές. Ούτε υπάρχει κίνδυνος τσουνάμι», δήλωσε.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το αν ο σεισμός σχετίζεται με πρόσφατους άλλους σεισμούς, ο κ. Καραστάθης ανέφερε ότι αν και υπάρχει κάποια ομοιότητα στο μηχανισμό με τον σεισμό νότια της Κάσου, «δεν σχετίζεται άμεσα», εξηγώντας ότι η υποβύθιση της αφρικανικής πλάκας προκαλεί πολλούς σεισμούς.
Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να είναι ο κύριος σεισμός, ο κ. Καραστάθης τόνισε ότι λόγω του βάθους του, είναι πιθανό «να τελειώσουμε εδώ». «Ωστόσο, είναι καλό να περιμένουμε μερικές ώρες, ίσως και μέρες, για να δούμε πώς εξελίσσεται», πρόσθεσε, υπογραμμίζοντας ότι οι πρόσφατοι σεισμοί αποτελούν «στατιστικό θέμα».
«Στην Ελλάδα, η σεισμικότητα είναι σχετικά σταθερή, με έναν σεισμό άνω των 6 Ρίχτερ κάθε χρόνο. Μερικά χρόνια δεν έχουμε κανέναν, ενώ άλλα μπορεί να έχουμε δύο ή τρεις. Στατιστικά, δεν έχει αυξηθεί η σεισμικότητα», ανέφερε.