Το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων εκτιμά ότι η ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας το 2025 θα είναι μηδενική, κυρίως λόγω των επιβαρυντικών δασμών που επιβλήθηκαν από τον Τραμπ.
Ωστόσο, υπάρχει ελπίδα για ανάκαμψη μέσω του επικείμενου οικονομικού πακέτου της νέας γερμανικής κυβέρνησης.
«Η γερμανική οικονομία θα επηρεαστεί στο άμεσο μέλλον από δύο παράγοντες: την τελωνειακή πολιτική των ΗΠΑ και το οικονομικό πακέτο της κυβέρνησης», δήλωσε η πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μόνικα Σνίτσερ, κατά την παρουσίαση της εαρινής έκθεσης των «σοφών» της οικονομίας. Υπογράμμισε τη σημασία των προκλήσεων και των ευκαιριών της παρούσας περιόδου.
«Ωστόσο, οι κίνδυνοι φέτος είναι πιθανότερο να ξεπεράσουν τα οφέλη. Η γερμανική οικονομία παραμένει σε κατάσταση έντονης αδυναμίας και μόλις έχει επωφεληθεί από την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Οι δασμοί από τις ΗΠΑ επιβαρύνουν τη global οικονομική δραστηριότητα και το διεθνές εμπόριο αγαθών», αναφέρεται στην έκθεση, σημειώνοντας ότι η αγορά των ΗΠΑ είναι η πιο σημαντική για τους Γερμανούς εξαγωγείς, που το 2024 διέθεσαν εκεί το 10,4% των εμπορευμάτων τους, το υψηλότερο ποσοστό από το 2002.
Ανάπτυξη 1% το 2026
Οι διακεκριμένοι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι αν η εμπορική διαμάχη μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ κλιμακωθεί περαιτέρω, η αβεβαιότητα στην εμπορική πολιτική μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στις επενδυτικές αποφάσεις των εταιρειών, εξηγώντας έτσι την αναθεώρηση της προηγούμενης πρόβλεψής τους για ανάπτυξη στο 0,4%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης αναθεωρήσει την πρόβλεψη για τη γερμανική οικονομία από 0,7% σε μηδέν. Οι «σοφοί» θεωρούν ότι το γερμανικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1% το 2026.
Το Συμβούλιο αναμένει σημαντική υποστήριξη της οικονομίας από το νέο οικονομικό πακέτο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και αξιολογεί θετικά τις πρόσφατες συνταγματικές αλλαγές για το «φρένο χρέους». «Αν χρησιμοποιηθούν σωστά, προσφέρουν ευκαιρίες για εκσυγχρονισμό και οικονομική ανάκαμψη», τονίζεται στην έκθεση, με επίκεντρο την άρση των περιορισμών δανεισμού και τη δημιουργία ειδικού ταμείου 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη συντήρηση βασικών υποδομών.
Ως «κύρια πρόκληση» αναφέρεται η ορθή χρήση των κεφαλαίων ώστε να οδηγούν σε πραγματική ανάπτυξη. «Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος στο ΑΕΠ είναι μεγαλύτερος όταν τα κεφάλαια κατευθύνονται σε επενδύσεις. Αν χρησιμοποιηθούν κυρίως για κατανάλωση, θα αυξήσουν το χρέος», προειδοποίησε το μέλος του Συμβουλίου, Άχιμ Τρούγκερ, χαρακτηρίζοντας «ανεπαρκή» τα μέχρι τώρα μέτρα προστασίας που παρέχουν σημαντικά περιθώρια για μετατοπίσεις δαπανών από τον κύριο προϋπολογισμό, ύψους 1,2% του ΑΕΠ. Οι εμπειρογνώμονες ζητούν επίσης «ισχυρό επενδυτικό προσανατολισμό και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Οι οικονομολόγοι αξιολογούν επίσης ως ανεπαρκή τα μέτρα κατά της γραφειοκρατίας, υπολογίζοντας το κόστος εκπλήρωσης των γραφειοκρατικών υποχρεώσεων σε περίπου 65 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Στην έκθεση τονίζεται ότι «η κοινωνική αποδοχή των διαρθρωτικών αλλαγών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητά μας να δημιουργήσουμε μελλοντικές προοπτικές, ιδιαίτερα για περιοχές που πλήττονται από οικονομική στασιμότητα».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ