Σε πρόσφατη έκθεσή του, το ΔΝΤ ανέφερε ότι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα είναι το δικαστικό σύστημα. Από την αρχή της διαδικασίας έως την πρωτόδικη απόφαση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, απαιτούνται σχεδόν 1.200 ημέρες (πάνω από τρία χρόνια), ενώ στην Ε.Ε. ο μέσος χρόνος είναι 446 ημέρες.
Ταυτόχρονα, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, σε ανάλυσή του για την ελληνική οικονομία, προειδοποίησε ότι το ΑΕΠ της χώρας δεν θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2007 έως το 2033, όταν η Νέα Δημοκρατία κρατούσε την εξουσία υπό τον Κώστα Καραμανλή.
Αναλογιζόμενοι την αρχή της οικονομικής μας πτώσης το 2010, διαπιστώνουμε ότι χρειάζονται 23 χρόνια για να φτάσουμε το ΑΕΠ του 2007, μια εποχή που το κύριο αντιπολιτευτικό σύνθημα αφορούσε τη “γενιά των 750 ευρώ” και τον βασικό μισθό.
Για να επιτύχουμε τον στόχο αυτό το 2033, θα πρέπει, βέβαια, να αποφευχθούν νέες διεθνείς κρίσεις που θα αποσταθεροποιήσουν την οικονομία και θα επιβαρύνουν το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, όπως συνέβη με την πανδημία COVID-19. Επιπλέον, με τις τρέχουσες δημογραφικές τάσεις, ο πληθυσμός αναμένεται να μειωθεί, έτσι το ίδιο ΑΕΠ θα αντιστοιχεί σε λιγότερους Έλληνες.
Αυτά είναι τα αποτελέσματα των μνημονίων, τα οποία μας έφεραν φτώχεια, καθώς και του αργού μας βηματισμού στην έξοδο από αυτά. Πέρα από αυτό, τα προβλήματα για τις επενδύσεις παραμένουν, παρόλο που αναγνωρίζονται, δεν εξαλείφονται.
Στην αναφορά του, το Γραφείο Προϋπολογισμού προβλέπει δύο σενάρια για την οικονομική εξέλιξη:
Στο πρώτο σενάριο, με συντηρητικό ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων 4% και ετήσιο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας 1,38%, η ελληνική οικονομία θα φτάσει το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ του 2007 έως το 2032.
Στο δεύτερο, πιο αισιόδοξο σενάριο, με αύξηση των επενδύσεων 6,6% ετησίως και ετήσιο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας 1,85%, θα ξεπεραστεί το επίπεδο του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ του 2007 δύο χρόνια νωρίτερα, δηλαδή έως το 2030.
Οι οικονομολόγοι της Βουλής επισημαίνουν την ανάγκη για επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα ενισχύσουν την ανάπτυξη, την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις κεφαλαίου, καθώς και μια πιο δυναμική αγορά εργασίας.
Το κλειδί για τη βελτίωση της κατάστασης είναι οι επενδύσεις, κι εδώ τα βήματα είναι αργά, παρά τους διαθέσιμους πόρους από το Ταμείο Ανασυγκρότησης και τα κοινοτικά προγράμματα στήριξης. Ενώ θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις, αναζητούμε δικαιολογίες που δεν πείθουν πλέον κανέναν.