Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας μετά το 1870, σε συνδυασμό με την πείνα, τη δυστυχία, την εξαθλίωση, τις ασθένειες και την έλλειψη κρατικής βοήθειας, ανέδειξαν σοβαρά προβλήματα. Οι ελλείψεις και οι ανεπαρκείς υποδομές για την πρόνοια και την υγειονομική περίθαλψη των Ελλήνων ήρθαν στο προσκήνιο.
Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης
[email protected]
Η ανάγκη οι έχοντες να συμβάλουν στην ενίσχυση του κράτους έγινε επιτακτική. Με πρόσκληση της βασίλισσας Όλγας, ξεκίνησε η δημιουργία νοσοκομείων και ιδρυμάτων για την κατανομή της θεραπείας σε ασθενείς, ορφανά, ψυχοπαθείς και φτωχούς.
Το Πολιτικό Νοσοκομείο (στην Ακαδημία), που λειτουργούσε από το 1824, ήταν Δημοτικό αλλά υποχρεωνόταν να παρέχει υπηρεσίες σε όλη τη χώρα, δεν ήταν επαρκές. Τέλη του 19ου αιώνα, δεχόταν μόνο σοβαρά περιστατικά, με τους χρόνια πάσχοντες να αναζητούν καταφύγιο σε μοναστήρια. Έτσι, οι συγγενείς ψυχοπαθών που δεν είχαν τα μέσα να εξασφαλίσουν κρεβάτι, περιφέρονταν στους δρόμους της Αθήνας, ζητώντας φιλοδωρήματα για να αγοράσουν ψωμί.
Το Γκαζοχώρι, μια περιοχή γεμάτη καλύβια και άθλια παραπήγματα, ήταν πραγματική κόλαση, όπου συγχωνεύονταν πείνα, δυστυχία και διαφθορά. Παλαιότερα κτίρια χρησιμοποιούνταν ως φυλακές, όπου οι κρατούμενοι υπέφεραν από κακουχίες. Παράλληλα, τα παιδιά παρέμεναν αναλφάβητα και εκτεθειμένα σε κινδύνους, με ιδιαίτερη προσοχή στα κορίτσια.
Αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση, κάποιοι κινητοποιήθηκαν για να βρουν λύσεις, με πρώτη τη φιλάνθρωπο βασίλισσα Όλγα που είχε προηγουμένως χτίσει το «Οφθαλμιατρείο». Ζήτησε από τους πλούσιους να συνεισφέρουν για να ανακουφιστεί ο δοκιμαζόμενος λαός. Ο πλούσιος κόσμος έσπευσε να ανταποκριθεί, με συλλόγους και σωματεία να ιδρύονται για τον ίδιο σκοπό. Ο «Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός» δημιούργησε νυχτερινά σχολεία και ένα νοσοκομείο για τα εργαζόμενα παιδιά, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση.

Ο «Σύλλογος Κυριών» επικέντρωσε την προσοχή του στην επαγγελματική εκπαίδευση των κοριτσιών, με μαθήματα ύφανσης, κεντήματος, μαγειρικής και ραπτικής. Ο Ανδρέας Συγγρός δημιούργησε ένα εργαστήριο για άπορα κορίτσια και ένα πτωχοκομείο για την «Ελεήμονο Εταιρία», συγκεντρώνοντας πολλούς ηλικιωμένους πρόσφυγες, με παρεκκλήσι που υπάρχει ακόμα σήμερα, απέναντι από το Πολεμικό Μουσείο. Το πτωχοκομείο μετατράπηκε πριν από έναν αιώνα σε κατοικία του Ελευθερίου Βενιζέλου και σήμερα φιλοξενεί τη Βρετανική πρεσβεία.
Όλα τα έργα εποπτεύονταν και συντονίζονταν από τη βασίλισσα Όλγα, που ξεκίνησε έρανο για την ανέγερση ενός μεγάλου νοσοκομείου, το Θεραπευτήριο «Ευαγγελισμός» στη Μεσογείων κοντά στη Μονή Πετράκη. Εκτός από την Όλγα, αρκετοί ήταν οι ευεργέτες όπως ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Β΄, που προσέφερε μεγάλο ποσό, καθώς επίσης και Έλληνες όπως οι Θεοδωρίδης, Συγγρός, Κοργιαλένιος και Δρομοκαϊτης, μαζί με πλούσιους Έλληνες της διασποράς που έκαναν σημαντικές δωρεές για την ανέγερση ευαγών ιδρυμάτων.

Τα ευαγή ιδρύματα των ευεργετών
Ο ομογενής από τη Ρωσία, Νικόλαος Κοντογιαννάκης, πρόσφερε σημαντικά ποσά για την ανέγερση του «Δημοτικού Βρεφοκομείου» στην οδό Πειραιώς, ενώ με χρήματα που κλήροναν οι μέγιστοι έμποροι Γεώργιος Χατζηκώστας και η σύζυγος του Αικατερίνη, χτίστηκε το «Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα».
Ο Ανδρέας Συγγρός ανέλαβε την κατασκευή των φυλακών Συγγρού, νότια του Φιλοπάππου. Ο Ζωρζής Δρομοκαϊτης ίδρυσε το «Δρομοκαϊτειο Ψυχιατρείο» στο Δαφνί, και ο Γεώργιος Αβέρωφ το «Εφηβείο Αβέρωφ», το οποίο αργότερα μετατράπηκε σε «Φυλακές Αβέρωφ».

Στην ίδια περίοδο, η «Αδελφότης των Θυγατέρων του Επουρανίου Βασιλέως» ίδρυσε το «Άσυλο Ανιάτων» στην Κυψέλη, κοντά στην Αγία Ζώνη.
