Η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος κατάφερε να αποσυναρμολογήσει τρεις εγκληματικές οργανώσεις, των οποίων τα μέλη εμπλέκονταν σε υπεξαίρεση αρχαίων μνημείων, αποδοχή και διάθεση αρχαιοτήτων που προέρχονται από εγκληματικές ενέργειες, καθώς και σε παράνομη εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών. Οι δραστηριότητές τους εκτείνονταν σε περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, καθώς και στη Θεσσαλία.
Για την εξάρθρωση αυτών των οργανώσεων, πραγματοποιήθηκε εκτενής αστυνομική επιχείρηση την Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025, στην οποία συμμετείχαν αστυνομικοί από τη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, καθώς και οι Διευθύνσεις Αστυνομίας Κιλκίς, Σερρών, Ημαθίας, Χαλκιδικής, Φλώρινας, Κοζάνης, Λάρισας, Καρδίτσας, Δράμας, και Αρκαδίας, καθώς και το Τμήμα Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, 23 άτομα συνελήφθησαν, τα οποία ήταν μέλη των οργανώσεων.
Η επιχείρηση ακολούθησε μήνες προανακριτικής έρευνας με συνδυασμό φυσικών παρακολουθήσεων και ειδικών ανακριτικών πράξεων, οι οποίες αποκάλυψαν τη δομή των εγκληματικών οργανώσεων και τη μέθοδο δράσης τους. Η δραστηριότητα των οργανώσεων φαίνεται ότι ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2024, με συνολικά 50 άτομα να κατηγορούνται για την υπόθεση.
Ο τρόπος δράσης τους
Η μέθοδος δράσης (modus operandi) που ακολουθούσαν οι δύο εγκληματικές οργανώσεις ήταν σχεδόν ίδιος. Επικεντρωνόταν σε παράνομες αρχαιολογικές έρευνες, λαθρανασκαφές, υπεξαίρεση και διάθεση αρχαίων μνημείων, καθώς και στην εξαγωγή αυτών εκτός ελληνικής επικράτειας προς πώληση.
Η τρίτη εγκληματική οργάνωση, από την άλλη, εστίαζε κυρίως στην αναζήτηση θησαυρών όπως πολύτιμα νομίσματα και αντικείμενα.
Για να πετύχουν τους στόχους τους, οι δραματικές οργανώσεις αναζητούσαν αρχαία είτε μέσω παράνομων αρχαιολογικών ερευνών και λαθροανασκαφών διεξαγόμενων από μέλη τους ή από συνεργάτες τους, είτε μέσω εντοπισμού προσώπων που κατείχαν παράνομα τέτοια αντικείμενα και επιθυμούσαν να τα πωλήσουν.
Στην πρώτη εγκληματική οργάνωση, όταν εντοπίζονταν τέτοια αντικείμενα, μέλος του οργανισμού τα φωτογράφιζε και έστελνε τις εικόνες στο ηγετικό της στέλεχος μέσω διαδικτυακής εφαρμογής, ώστε να κριθεί η δυνατότητα περαιτέρω εκμετάλλευσής τους.
Μετά, το ηγετικό στέλεχος, το οποίο είχε ποινικό παρελθόν για σχετικά αδικήματα, χρησιμοποιούσε τις επαφές του με αρχαιοκάπηλους από διάφορες περιοχές της Ελλάδας για να προωθήσει τα αρχαία αντικείμενα, τόσο εντός της χώρας όσο και στο εξωτερικό.
Εφόσον υπήρχε συμφωνία για την τιμή, το ποσό καταβαλλόταν με σκοπό την επαναπώληση σε ενδιαφερόμενους σε υψηλότερη αξία, προκειμένου να αποκομίσουν οικονομικό όφελος.
Προκειμένου να αποφύγουν την ανίχνευση, τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν τεχνικές αντιπαρακολούθησης και επικοινωνούσαν με συνθηματική γλώσσα, όπως «μπιχλιμπίδια» για αρχαία νομίσματα, «μπερεκέτια» για ευρήματα από ανασκαφές, «μαύρα» για χάλκινα νομίσματα με διάβρωση και «κάτι ψιλά» για αρχαία μικρής αξίας.
Όλα τα μέλη, προς επίτευξη του σκοπού τους:
- Ενημέρωναν για περιοχές με αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
- Στρατολογούσαν νέα άτομα («ψαχτήρια») για παράνομες αρχαιολογικές έρευνες.
- Εξέταζαν πρόσωπα που κατείχαν αρχαία και διαπραγματεύονταν την αγορά τους.
- Χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένο εξοπλισμό για ανασκαφές και έρευνες.
Στο πλαίσιο της έρευνας, εξιχνιάστηκε η υπόθεση κατάσχεσης 2.465 αρχαίων αντικειμένων, με τη σύλληψη αλλοδαπού, αποδεικνύοντας ότι πολλά από τα αντικείμενα πωλήθηκαν από τον ηγέτη της εγκληματικής οργάνωσης.
Όσον αφορά τη δεύτερη εγκληματική οργάνωση, επισημαίνεται η συμμετοχή υπαλλήλου της Εφορείας Αρχαιοτήτων, ο οποίος καθοδηγούσε την ομάδα λόγω της εμπλοκής του στον τομέα της αρχαιολογίας.
Τέλος, η τρίτη εγκληματική οργάνωση παρατηρήθηκε να δρα στις περιοχές του Τύμβου Καστά και της Αμφίπολης.
Κοινό σημείο και των τριών οργανώσεων ήταν η εκτενή χρήση εξοπλισμού ανίχνευσης μετάλλων και εδάφους, στην οποία τα μέλη τους ήταν εξαιρετικοί χειριστές.
Συνολικά, πραγματοποιήθηκαν 40 έρευνες σε σπίτια και επαγγελματικούς χώρους, όπου κατασχέθηκαν πλήθος αρχαιολογικών αντικειμένων και άλλων ειδών που σχετίζονται με την πολιτιστική κληρονομιά. Ανάμεσα σε αυτά κατασχέθηκαν:
- πήλινη κεφαλή, μικρό ασημένιο άγαλμα, σταυρός, 18 δαχτυλίδια, 3 βραχιόλια, 17 κοσμήματα, 3 αγαλματίδια, επιτύμβια στήλη της οθωμανικής περιόδου και 27 αγγεία.
- κράνος ιλλυρικού τύπου της αρχαϊκής περιόδου.
- χιλιάδες νομίσματα (χρυσά, χάλκινα και ασημένια) και μικρά μεταλλικά αντικείμενα όπως μολύβδινοι πεσσοί και χάλκινες πόρπες.
- αιχμές βελών και τμήματα βάσεων αγγείων.
- θρησκευτικές εικόνες.
- δεκάδες συσκευές ανίχνευσης μετάλλων.
- οπλικά συστήματα (διόπτρες, πιστόλια κρότου).
- Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο τύπου 4*4.
- πολυάριθμα κινητά τηλέφωνα.
- 2 μονόλιτρα εκρηκτικής ύλης Τ.Ν.Τ., βάρους 879 γραμμαρίων, και αυτοσχέδια χάρτινη συσκευασία Τ.Ν.Τ. βάρους 63 γραμμαρίων, που χρησιμοποιούνταν για εκρήξεις κατά τη διάρκεια ανασκαφών.
Τα κατασχεθέντα αρχαία και οι εικόνες θα αποσταλούν στην αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων για φύλαξη και εκτίμηση, ενώ τα κατασχεθέντα όπλα θα σταλούν στις αντίστοιχες στρατιωτικές υπηρεσίες.
Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική αρχή.
Δείτε τις φωτογραφίες που δημοσίευσε το enikos.gr.
Δείτε βίντεο της ΕΛ.ΑΣ.:
Δείτε φωτογραφίες που δημοσίευσε το enikos.gr την Πέμπτη (13/03):