«Το 5% των εισαγωγών της ΕΕ προέρχεται από τις ΗΠΑ. Αν και δεν είναι αμελητέο ποσοστό, δεν παίζει και καθοριστικό ρόλο. Το 8% των εξαγωγών της ΕΕ κατευθύνεται προς τις ΗΠΑ, γεγονός σημαντικό, αλλά όχι καταστροφικό. Σε αυτό το πλαίσιο, μια εμπορική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ θα ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή, αν και η εξάρτηση της ΕΕ από την αμερικανική αγορά δεν είναι ακραία, κατά την εκτίμησή μου».
Αυτή την άποψη διατύπωσε από τη Θεσσαλονίκη ο Τιμ Πάουερ, διευθύνων σύμβουλος της βρετανικής εταιρείας «Drewry», κατά τη διάρκεια του 21ου ετήσιου συνεδρίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Θαλάσσιων Λιμένων (ESPO).
Η Drewry είναι μια από τις κορυφαίες παγκοσμίως εταιρείες που παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες και ανάλυση στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Στόχος των Κινεζικών πλοίων
Ο κ. Πάουερ αναφέρθηκε ειδικά στις επιπτώσεις των δασμών των ΗΠΑ στην Κίνα, επισημαίνοντας ότι οι δασμοί θα επηρεάσουν και τα πλοία κινεζικής κατασκευής ή ιδιοκτησίας, καθιστώντας τη λειτουργία τους στην αμερικανική αγορά μη βιώσιμη.
Προβλέπεται ότι από τον Οκτώβριο θα υπάρξει σχετική αύξηση στη χρέωση λιμένα, η οποία θα κλιμακώνεται ανά έτος.
«Ο λόγος είναι ότι ένα πλοίο κινεζικής κατασκευής ή ιδιοκτησίας θα καταβάλλει επιπλέον 50 δολάρια ανά επίσκεψη σε λιμάνι, με το κόστος να αυξάνεται στα 140 δολάρια. Ακόμη κι αν ένα πλοίο είναι κινεζικής κατασκευής αλλά διαχειρίζεται από μη Κινέζους, θα καταβάλει λιγότερο, ωστόσο, το κόστος παραμένει σημαντικό. Αν συγκρίνουμε αυτά τα ποσά με τα ναυλά, η προστίθετη χρέωση για την εισαγωγή αργού πετρελαίου από ένα κινέζικο πλοίο θα ισοδυναμούσε με το 145% του ναύλου, καθιστώντας έτσι την είσοδο στην αγορά αυτή αδύνατη», υπογράμμισε.
Εκτίμησε ότι ο συγκεκριμένος στόλος δεν θα πλησιάσει πλέον τα αμερικανικά λιμάνια, και παρότι αυτό μπορεί να είναι διαχειρίσιμο για πολλές εμπορικές δραστηριότητες, «είναι λιγότερο αποδεκτό για τη ναυτιλία εμπορευματοκιβωτίων, όπου υπάρχουν σοβαρές συμμαχίες».
Αναφέρθηκε στη συμμαχία “Ocean Alliance”, στην οποία συμμετέχει η “Cosco”, και εκτίμησε ότι αναμένονται εκτενείς μετακινήσεις πλοίων για την αποφυγή του φαινομένου αυτού πριν από τον Οκτώβριο.
Παγκόσμια εμπορική συρρίκνωση 1%, αλλά ανάπτυξη στην ΕΕ;
Ο κ. Πάουερ τόνισε ότι οι αμερικανικοί δασμοί επηρεάζουν άμεσα την αγορά εμπορευματοκιβωτίων, οδηγώντας σε σημαντική μείωση των εισαγωγών από την Κίνα. «Πολλές γραμμές μεταφοράς απειλούνται, με κάποιες να έχουν ήδη αποσυρθεί και άλλες να λειτουργούν με λιγότερα δρομολόγια. Η εκτίμηση είναι για μια συνολική συρρίκνωση 1% στην παγκόσμια διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων. Αν αυτό δεν φαίνεται δραματικό, αξίζει να σημειωθεί ότι στην καταγεγραμμένη ιστορία έχουν καταγραφεί μόνο δύο περιπτώσεις συρρίκνωσης στον όγκο εμπορευματοκιβωτίων: μία κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης και μία κατά την διάρκεια της πανδημίας», εξέφρασε.
Πρόσθεσε ότι η κατάσταση τώρα είναι εξίσου σοβαρή με την Covid, αλλά αναμένουμε ανάκαμψη, αν και όχι σε επίπεδα εντυπωσιακής ανάπτυξης.
Στην ΕΕ, ωστόσο, το τοπίο φαίνεται πιο θετικό, καθώς «η συρρίκνωση αφορά κυρίως την Κίνα και τις ΗΠΑ. Η ανάπτυξη του όγκου των εμπορευματοκιβωτίων στην Ευρώπη προβλέπεται γύρω στο 2% με 2,5%, έτσι, τα νέα δεν είναι τόσο άσχημα όσο θα μπορούσαν να είναι», σημείωσε.
Ποιος είναι ο πραγματικός στόχος της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ;
Κατά τον κ. Πάουερ, δεν είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ο πραγματικός στόχος της αμερικανικής εμπορικής πολιτικής. «Είναι η μείωση του εμπορικού ελλείμματος μέσω εξισορρόπησης των δασμών, ώστε οι εξαγωγές των ΗΠΑ να είναι πιο ανταγωνιστικές; Ή είναι απλώς μια προσέγγιση που σηματοδοτεί ότι δεν ανέχονται περισσότερο, κλείνονται οικονομικά στον εαυτό τους και παράγουν τα πάντα μόνοι τους;» Αυτό παραμένει ασαφές. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι η Κίνα πλήττεται με δασμούς 145%, κάτι που είναι εντυπωσιακό.
Η άμεση επίπτωση είναι ότι, δεδομένης της κυριαρχίας της Κίνας ως βιομηχανικής δύναμης με μεγάλη παραγωγική ικανότητα, η απαραίτητη αντικατάσταση δεν μπορεί να γίνει γρήγορα. Αυτό σημαίνει ότι με την έλλειψη εξαιρετικής βιομηχανικής ικανότητας στις ΗΠΑ, οι Αμερικανοί καταναλωτές θα πληρώσουν περισσότερα, και η κατανάλωση στις ΗΠΑ αναπόφευκτα θα μειωθεί», ανέφερε.
Αναφερόμενος στους δασμούς στα καταναλωτικά αγαθά, υπενθύμισε ότι ο μέσος δασμός φτάνει το 89%. «Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα του 145% για την Κίνα και μικρότερους δασμούς για άλλες χώρες. Σε κάθε περίπτωση, οι επιπτώσεις στην κατανάλωση στις ΗΠΑ θα είναι σημαντικές, και θα αξίζει να παρατηρήσουμε αν υπάρξει ένα κύμα επενδύσεων στην αμερικανική βιομηχανία ώστε να αντικατασταθούν οι εισαγωγές», σημείωσε.
Δημόσιο χρέος και οικονομική σταθερότητα
Ο κ. Πάουερ αναφέρθηκε και στο πώς το δημόσιο χρέος μπορεί να λειτουργεί ως παράγοντας που επηρεάζει την πολιτική των ΗΠΑ. «Η Ιταλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία έχουν υψηλό δημόσιο χρέος, πάνω από το 100% του ΑΕΠ. Αντίθετα, η ΕΕ είναι πιο μετριοπαθής, γύρω στο 89%, με τη Γερμανία στο 59% του ΑΕΠ», επισημαίνοντας ότι το κινεζικό χρέος είναι χαμηλό, αλλά αναμένεται να εκτοξευθεί.
Το υψηλό δημόσιο χρέος σημαίνει μεγαλύτερο κόστος εξυπηρέτησής του, το οποίο απορροφά δημόσιους πόρους. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ξοδεύουμε περισσότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους από ό,τι για την άμυνα, με αυτό το ποσό να ενδέχεται να αυξάνεται όσο οι κυβερνήσεις δεν ελέγχουν το χρέος. Ως εκ τούτου, οι κυβερνήσεις έχουν λιγότερα περιθώρια παρέμβασης σε περιόδους κρίσης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Ίσως να είμαστε τυχεροί αν δούμε αύξηση του κινεζικού χρέους», πρόσθεσε, καθώς αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει την Κίνα να ξανασκεφτεί τυχόν επιθετικά σχέδια κατά της Ταϊβάν.
Σχετικά με την παγκόσμια οικονομία, ο κ. Πάουερ εξέφρασε την πεποίθηση ότι τα καλά νέα είναι πως … τα κακά νέα δεν είναι τόσο άσχημα όσο θα μπορούσαν να είναι. «Η μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη για την παγκόσμια ανάπτυξη του ΑΕΠ δεν δείχνει σημάδια οικονομικής καταστροφής», κατέληξε.