«Η Ελλάδα δεν είναι πια προορισμός φυγής, αλλά μια επιλογή επιστροφής. Σήμερα, δεν έχουμε μια μαζική έξοδο, όπως είχαμε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Το 2023, για πρώτη φορά από το 2008, το ισοζύγιο μετανάστευσης είναι θετικό: 47.200 Έλληνες επέστρεψαν, ενώ 32.800 έφυγαν. Αυτά τα στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα, δεν μπορούν να τα αμφισβητήσουν ούτε οι πιο σφοδροί επικριτές μας», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Ετήσιο Συνέδριο του Brain ReGain, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, ο Κωστής Χατζηδάκης ανέφερε ότι μέχρι το τέλος του 2023, 400.000 από τις 600.000 Έλληνες που είχαν φύγει λόγω του brain drain έχουν επιστρέψει.
Ο αντιπρόεδρος τόνισε ότι η κυβέρνησή του έχει θέσει από την αρχή ως στόχο την αναστροφή του brain drain, θεωρώντας το εθνική υποχρέωση. «Αυτό το αισθανόμαστε ως ευθύνη απέναντι στους γονείς που βλέπουν τα παιδιά τους μακριά και στους ταλαντούχους νέους που έφυγαν από ανάγκη», εξήγησε, προσθέτοντας ότι χωρίς το απαραίτητο ανθρώπινο κεφάλαιο κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε μια οικονομία με χαμηλές προσδοκίες.
Στο πλαίσιο αυτού του στόχου, πραγματοποιήθηκαν πρωτοβουλίες όπως:
– Ισχυρά φορολογικά κίνητρα (50% μειωμένος φόρος εισοδήματος για 7 χρόνια) που έχουν ενθαρρύνει την επιστροφή της γενιάς του brain drain. «Χαίρομαι που το 49% όσων επέστρεψαν δήλωσαν ότι αυτές οι πρωτοβουλίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση: να βλέπουμε τα μέτρα να αποδίδουν», επισήμανε ο κ. Χατζηδάκης.
– Το πρόγραμμα ReBrain Greece και οι Ημέρες Καριέρας της ΔΥΠΑ. «Διοργανώσαμε εκδηλώσεις σε Λονδίνο, Άμστερνταμ και Ντίσελντορφ, συνδέοντας ελληνικές επιχειρήσεις με Έλληνες του εξωτερικού. Η συμμετοχή ήταν εντυπωσιακή και αποδεικνύει ότι οι νέοι μας θέλουν να επιστρέψουν, αρκεί να τους δώσουμε τις κατάλληλες συνθήκες», δήλωσε.
– Σημαντικές θεσμικές παρεμβάσεις, όπως η πρόσφατη πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη για την αυτόματη αναγνώριση της ιατρικής ειδικότητας από τις ΗΠΑ. «Αυτό στέλνει ένα σαφές μήνυμα στους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού ότι η Ελλάδα τους περιμένει», υπογράμμισε ο κ. Χατζηδάκης.
Έθεσε όμως και το κρίσιμο ερώτημα: Θα επέστρεφε κανείς αν η χώρα παρέμενε στάσιμη όπως το 2015; Αν η οικονομία δεν αναπτυσσόταν με ρυθμούς διπλάσιους του ευρωπαϊκού μέσου όρου; Αν η ανεργία δεν έπεφτε συνεχώς; Αν οι μισθοί δεν αυξάνονταν; Αν δεν γίνονταν νέες, σημαντικές επενδύσεις που δημιουργούν καλές δουλειές; «Η απάντηση είναι σαφής: όχι! Η Ελλάδα σήμερα είναι πιο φιλική προς τις επενδύσεις, πιο ανταγωνιστική για τις επιχειρήσεις και πιο δίκαιη για τους εργαζόμενους», είπε.
Ο κ. Χατζηδάκης επισήμανε ότι παρόλο που δεν έχουν επιλυθεί όλα τα προβλήματα, υπάρχουν ακόμα πολλά να γίνουν, όπως:
– Η πραγματική σύγκλιση με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ.
– Η ανάπτυξη τομέων που απαιτούν εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, με ανταγωνιστικούς μισθούς και σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, μέσω πρωτοβουλιών όπως η startup visa και τα μη κρατικά πανεπιστήμια.
– Η βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών, των σχολείων και των νοσοκομείων.
– Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, που πολλές φορές οδηγεί τους πολίτες σε ταλαιπωρία. «Στόχος μου είναι να προτείνω κανονισμούς που θα απλοποιούν αυτές τις διαδικασίες», τόνισε ο κ. Χατζηδάκης.
Ο αντιπρόεδρος τόνισε ότι η πολιτική σταθερότητα είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία αυτών των προσπαθειών. «Καμία χώρα δεν ευημερεί σε συνθήκες αστάθειας. Καμία μεταρρύθμιση δεν έχει αποτέλεσμα αν αλλάζει κάθε δύο χρόνια. Καμία σοβαρή επιχείρηση δεν επενδύει σε μια χώρα αν δεν ξέρει ποιος είναι στο τιμόνι», υπογράμμισε.
«Θα ήταν άδικο για τις θυσίες ενός ολόκληρου λαού να επαναλάβουμε τον μύθο του Σισύφου. Αυτή τη φορά, όμως, να το κάνουμε πράξη. Έχουμε καθήκον να κρατήσουμε την Ελλάδα σε έναν δρόμο προς την Ευρώπη και τη λογική. Πιστεύω ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολίτων κατανοεί αυτό το μήνυμα», κατέληξε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.