Ο ρυθμός αύξησης του κόστους στέγασης παραμένει υψηλός λόγω της αυξανόμενης ζήτησης και της περιορισμένης προσφοράς, επιδεινώνοντας την κατάσταση για εκείνους που νοικιάζουν κατοικία.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ την Παρασκευή, το 2025 σε σύγκριση με το 2024 (Απρίλιος με Απρίλιο) τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 10,8%, οι δαπάνες επισκευής και συντήρησης κατοικιών κατά 5,9%, και οι σχετικές υπηρεσίες κατά 2,1%. Μια πρόσφατη μελέτη της Alpha Bank έδειξε επίσης ότι το 52% των ενοικιαστών ξοδεύει πάνω από το 30% του εισοδήματός του για ενοίκιο.
Αυτά τα στοιχεία συμπληρώνουν την αναφορά της Τράπεζας της Ελλάδος, που ανέφερε ότι οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν πέρυσι κατά 8,7% σε ετήσια βάση, ακολουθούμενες από άλλες σημαντικές αυξήσεις 13,9% το 2023 και 11,9% το 2022.
Ειδικότερα, οι τιμές των νέων διαμερισμάτων (ηλικίας έως 5 ετών) το 2024 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,1%, σε σχέση με 7,8% για τα παλαιότερα, γεγονός που η αγορά αποδίδει στη συνεχή άνοδο του κόστους των υλικών.
Στελέχη του κατασκευαστικού τομέα τονίζουν ότι το κόστος κατασκευής έχει διπλασιαστεί από την εποχή της οικονομικής κρίσης.
Με τις τιμές των διαμερισμάτων να είναι πολύ υψηλές, περισσότεροι πολίτες στρέφονται στη μίσθωση.
Οι αιτίες που προκαλούν την ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στο τομέα της στέγασης είναι πολλές.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, υπάρχουν περίπου 794.000 κενές κατοικίες στην Ελλάδα, κυρίως σε αστικά κέντρα. Η αξιοποίησή τους θα μπορούσε να συμβάλει στην επίλυση της έλλειψης κατοικιών προς μίσθωση.
Την ίδια στιγμή, παρατηρείται γήρανση του κτιριακού αποθέματος, καθώς το 64% των κατοικιών είναι άνω των 30 ετών. Ορισμένα νοικοκυριά δεν έχουν τη δυνατότητα να ανακαινίσουν, ειδικά λόγω της συνεχούς αύξησης των τιμών υλικών.
Το συνολικό κόστος κατασκευής νέων κατοικιών (σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ) αυξήθηκε και το 2024, αν και με πιο αργό ρυθμό (3,7% έναντι 6,2% το 2023).
«Προϊόν» της κρίσης
Η κρίση της έλλειψης προσφοράς «ξεκίνησε» κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης, κυρίως τη δεκαετία 2008–2018, όταν οι οικοδομικές δραστηριότητες σχεδόν μηδενίστηκαν, οδηγώντας σε πολλά χρόνια έλλειψης νέων διαμερισμάτων στην αγορά.
Η παραγωγή οικοδομικών αδειών έχει αυξηθεί σταθερά από το 2016, αλλά η προσφορά παραμένει ανεπαρκής μπροστά στη ζήτηση.
Το 2024, η οικοδομική δραστηριότητα για κατοικίες παρουσίασε σημαντική αύξηση στο σύνολο της χώρας, με έτη 30,3% και 22,7% στα νέα οικοδομικά έργα, αλλά παραμένει χαμηλή σε σχέση με τα επίπεδα πριν από την κρίση.
Οι θετικές προσδοκίες για τις οικοδομές κατοικιών παρουσίασαν μετριοπαθή αύξηση 7,7% το 2024, σε σύγκριση με αύξηση 18,1% το 2023.
Οι επενδύσεις σε κατοικίες αυξήθηκαν 2,7% το 2024, αλλά παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,4%).
Εμπλοκή με τον ΝΟΚ
Η τελευταία εμπλοκή στην οικοδομική δραστηριότητα σχετίζεται με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα των περιβαλλοντικών κινήτρων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ).
Μια αρχική εικόνα των επιπτώσεων φαίνεται στα στοιχεία της Συνολικής Οικοδομικής Δραστηριότητας τον Ιανουάριο 2025, με μείωση 17% στον αριθμό των αδειών σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2024 και μείωση 37% στην επιφάνεια καθώς και 38,2% στον όγκο των νέων κατασκευών.
Η περιορισμένη προσφορά κατοικιών προς μίσθωση και αγορά επηρεάζεται επίσης από την αύξηση των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (2.750 εκατ. ευρώ, σε σχέση με 2.133 εκατ. ευρώ το 2023), που επηρεάζει κυρίως τις πιο ακριβές περιοχές, όπως τα νότια προάστια της Αττικής, με την αύξηση των τιμών να «μεταδίδεται» και σε λιγότερο δημοφιλείς περιοχές.
Βραχυχρόνιες μισθώσεις
Η ανάπτυξη της οικονομίας του διαμοιρασμού (Airbnb) έχει ενισχύσει τη ζήτηση για κατοικίες επένδυσης, περιορίζοντας τη διαθεσιμότητα για μακροχρόνια μίσθωση.
Στις τουριστικές περιοχές, ιδιαίτερα στα νησιά, οι διαθέσιμες κατοικίες προς ενοικίαση έχει περιοριστεί σημαντικά.
Η συγκέντρωση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς και η γήρανση του πληθυσμού (αύξηση των μονομελών οικογενειών, αυξημένη ζήτηση για μικρές και προσβάσιμες κατοικίες), συντελούν επίσης στο πρόβλημα της προσιτής στέγης. Το πρόγραμμα επιδότησης «Σπίτι μου», αν και ωφέλιμο για τους δικαιούχους, αυξάνει τη ζήτηση σε μια περίοδο μειωμένης προσφοράς.