Το υπουργείο Εξωτερικού Εμπορίου της Γαλλίας εξέφρασε την αντίθεσή του το Σάββατο (29/3) στις «αμερικανικές παρεμβάσεις» σε γαλλικές εταιρείες, αναφέροντας ότι πολλές από αυτές έλαβαν επιστολή από την πρεσβεία των ΗΠΑ στο Παρίσι, με την οποία ζητούνταν διευκρινήσεις σχετικά με την εφαρμογή εσωτερικών προγραμμάτων κατά των διακρίσεων στον χώρο εργασίας.
«Απαράδεκτες Παρεμβάσεις»
«Οι αμερικανικές παρεμβάσεις στην πολιτική συμπερίληψης των γαλλικών επιχειρήσεων, όπως οι απειλές για αδικαιολόγητους δασμούς, είναι απολύτως απαράδεκτες», σημειώνει το υπουργείο στην ανακοίνωσή του, υπογραμμίζοντας ότι η Γαλλία και η Ευρώπη «θα σταθούν στο πλευρό των επιχειρήσεών τους, των καταναλωτών και των αξιών τους».
Πολλές γαλλικές εταιρείες έλαβαν επιστολή και ερωτηματολόγιο που τους ζητούσαν να αποκαλύψουν αν διαθέτουν προγράμματα για την καταπολέμηση των διακρίσεων. Παράλληλα, ενημερώνονταν ότι η πιθανή εφαρμογή αυτών των προγραμμάτων θα μπορούσε να τους αποκλείσει από μελλοντικές συνεργασίες με την αμερικανική κυβέρνηση.
“Les ingérences américaines dans les politiques d’inclusion des entreprises françaises, comme les menaces de droits de douanes injustifiés, sont inacceptables”, indique le ministère dans un communiqué
👉 https://t.co/0h6OAmtrhZ pic.twitter.com/l5lspiF3o2— La Provence (@laprovence) March 29, 2025
Η Γαλλία απαγορεύει τις περισσότερες μορφές «θετικής διάκρισης» στην εργασία.
Στους παραλήπτες της επιστολής έγινε γνωστό ότι το « διάταγμα 14173», το οποίο υπέγραψε ο Ντόναλντ Τραμπ αμέσως μετά την ορκωμοσία του στις 20 Ιανουαρίου, με στόχο την κατάργηση των προγραμμάτων που ενισχύουν την ισότητα στις ευκαιρίες στο ομοσπονδιακό κράτος, «ισχύει υποχρεωτικά για τους προμηθευτές και τους συμβαλλομένους με την αμερικανική κυβέρνηση», όπως αποκάλυψε η εφημερίδα Le Figaro την Παρασκευή.
«Πλήγμα στην Εθνική Κυριαρχία»
Ο πρόεδρος της γαλλικής ένωσης εργοδοτών CPME, Αμίρ Ρεζά-Τοφιγκί, χαρακτήρισε αυτήν την απόφαση «απαράδεκτη», επισημαίνοντας ότι αποτελεί «πλήγμα στην εθνική κυριαρχία» και κάλεσε τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες της χώρας «να σχηματίσουν ένα ενιαίο μέτωπο».
Επιπλέον, το συνδικάτο CGT ζήτησε από την κυβέρνηση να προτρέψει τις επιχειρήσεις «να μην υιοθετήσουν πολιτικές που να είναι επιζήμιες για την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και την καταπολέμηση του ρατσισμού», σύμφωνα με τον γραμματέα του, Ζεράρ Ρε, σε δηλώσεις του στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Από το υπουργείο Οικονομικών, πηγές προσεγγισμένες στον υπουργό Ερίκ Λομπάρ, διαβεβαίωσαν ότι «αυτή η πρακτική αντικατοπτρίζει τις αξίες της νέας αμερικανικής κυβέρνησης», οι οποίες «δεν είναι οι δικές μας».
Το υπουργείο υπολόγισε ότι «μερικές δεκάδες» επιχειρήσεις έχουν λάβει μέχρι στιγμής την επιστολή. Μεγάλες εταιρείες με τις οποίες επικοινώνησε το AFP δήλωσαν ότι δεν έχουν λάβει κάποια σχετικά έγγραφα, προσθέτοντας ότι η έκδοσή τους είναι πρωτοφανής. «Η επιστολή δεν φέρει ούτε λογότυπο της πρεσβείας, ούτε του προξενείου, ούτε κάποιας αμερικανικής υπηρεσίας», παρατήρησε ο Κρίστοφερ Μέσνου, Αμερικανός δικηγόρος της νομικής εταιρείας Fieldfisher που εδρεύει στο Παρίσι, αναφερόμενος στο κείμενο που δημοσίευσε η Figaro.
«Δεν είναι Επίσημη Επικοινωνία»
«Αν την έλαβαν σε αυτή την μορφή, τότε δεν θεωρείται επίσημη επικοινωνία, ούτε διπλωματική. Το γεγονός ότι αντικατοπτρίζει τη στάση της αμερικανικής κυβέρνησης δεν σημαίνει ότι έχει εγκριθεί η αποστολή της από αυτή την κυβέρνηση», πρόσθεσε.
Η πρεσβεία των ΗΠΑ στο Παρίσι δεν έχει απαντήσει σε σχετικό αίτημα για σχόλιο.
Η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να επιβάλει στους γαλλικούς ομίλους να συμμορφώνονται με τους δικούς της νόμους; «Όχι. Οι γαλλικές επιχειρήσεις δεν θα υποχρεωθούν να εφαρμόσουν τον ομοσπονδιακό νόμο (των ΗΠΑ) που αφορά τις θετικές διακρίσεις», ανέφερε ο Μέσνου, υπενθυμίζοντας ότι στη Γαλλία είναι παράνομες οι «θετικές διακρίσεις» σε σχέση με την καταγωγή, τη θρησκεία ή την εθνότητα. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις με πάνω από 1.000 εργαζομένους από το 2021 υποχρεούνται από τον γαλλικό νόμο να έχουν το 30% των στελεχών τους γυναίκες, στο πλαίσιο της ισότητας ανδρών-γυναικών. Το ποσοστό αυτό θα πρέπει να φτάσει το 40% έως το 2030. Στο πλαίσιο αυτό, οι εταιρείες που επιλέγουν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της επιστολής θα προβαίνουν σε παράνομες ενέργειες βάσει του γαλλικού δικαίου.