Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επιστρέψει στη δυναμική ρητορική για το εμπόριο, αναβιώνοντας τις εντάσεις με την Κίνα που καθόρισαν την πρώτη του προεδρία. Αυτή τη φορά, οι δασμοί που έχει επιβάλει ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, φτάνοντας το 125%, και η απειλή ενός πλήρους εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου είναι πλέον πραγματικότητα. Αυτό, φυσικά, αναμένεται να έχει παγκόσμιες επιπτώσεις.
Επιμέλεια: Νίκος Παγουλάτος
Παρά τις αντιδράσεις των αγορών, τις προειδοποιήσεις που εκφράζουν οι οικονομολόγοι και τις εκκλήσεις ακόμη και από τους υποστηρικτές του, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ προχώρησε με απόφαση στην επιβολή δασμών σε πολλές χώρες, συμμάχους και αντιπάλους, με στόχο την αποκατάσταση της «δίκαιης μεταχείρισης» και τη στήριξη της αμερικανικής βιομηχανίας.
Όπως δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, εστιάζοντας στις πρόσφατες απώλειες της Γουόλ Στριτ, «Η πραγματική οικονομία είναι τώρα στην πρώτη γραμμή».
Ωστόσο, μια απροσδόκητη εξέλιξη ήρθε την Τετάρτη, όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε 90ήμερη αναστολή των δασμών για 75 χώρες που δεν αντέδρασαν με αντίμετρα – διατηρώντας όμως τις εξαιρέσεις για την Κίνα, την οποία στοχοποιεί με αυξημένους δασμούς.
«Αυξάνω τον δασμό των ΗΠΑ στην Κίνα σε 125%, λόγω της έλλειψης σεβασμού που έχει δείξει η Κίνα στις παγκόσμιες αγορές», δήλωσε ο Τραμπ στο Truth Social.

«Η Κίνα επιθυμεί να επιτύχει μια συμφωνία, αλλά φαίνεται ότι δεν ξέρει πώς», δήλωσε αργότερα από τον Λευκό Οίκο, προσθέτοντας: «[Η Κίνα είναι] ένας υπερήφανος λαός και ο πρόεδρος Σι [Τζινπίνγκ] είναι επίσης υπερήφανος. Τον γνωρίζω πολύ καλά, και πιστεύω ότι θα βρουν πώς να το κάνουν».
«Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην κατεύθυνση να βρουν τρόπο για μια συμφωνία».
Από την άλλη πλευρά, το Πεκίνο ανακοίνωσε την Τρίτη ότι θα «πολεμήσει μέχρι τέλους», επιβάλλοντας δικούς του δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα ύψους 84%.
Εμπορικές Σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας
Η αξία των εμπορικών συναλλαγών ΗΠΑ – Κίνας το 2024 ανήλθε στα 585 δισ. δολάρια, σύμφωνα με ανάλυση του BBC.
Οι ΗΠΑ εισήγαγαν σημαντικά περισσότερα από την Κίνα (440 δισ.) απ’ ότι εξήγαγαν προς αυτήν (145 δισ.), με αποτέλεσμα ένα εμπορικό έλλειμμα 295 δισ. δολαρίων, το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου το 1% του αμερικανικού ΑΕΠ.
Ενώ ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι το έλλειμμα είναι κοντά στο 1 τρισ., οι πραγματικοί αριθμοί απορρίπτουν αυτή την εκτίμηση, τονίζει το βρετανικό μέσο.

Οι δασμοί δεν είναι κάτι νέο: επιβλήθηκαν κατά την προηγούμενη θητεία του Τραμπ και διατηρήθηκαν, και σε ορισμένες περιπτώσεις ενισχύθηκαν, από τον Τζο Μπάιντεν.
Αυτό έχει οδηγήσει το ποσοστό των κινεζικών εισαγωγών να μειωθεί από 21% το 2016 σε 13% το 2023, αν και ειδικοί σημειώνουν ότι μεγάλο μέρος των κινεζικών εξαγωγών επαναδρομολογείται μέσω χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Για παράδειγμα, μετά τους δασμούς 30% που επιβλήθηκαν το 2018 σε ηλιακά πάνελ από την Κίνα, το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε το 2023 ότι αρκετοί Κινέζοι κατασκευαστές έχουν μεταφέρει την τελική συναρμολόγηση σε Μαλαισία, Ταϊλάνδη, Καμπότζη και Βιετνάμ, προκειμένου να αποφύγουν τους δασμούς.
Οι νέοι δασμοί της κυβέρνησης Τραμπ σε αυτές τις χώρες ανεβάζουν τις τιμές για πλήθος προϊόντων, κυρίως κινεζικής προέλευσης.
Εξαγωγές μεταξύ των δύο χωρών
Το 2024, την κύρια εξαγόμενη κατηγορία των ΗΠΑ προς την Κίνα περιλάμβανε τη σόγια, απαραίτητη για τη διατροφή περίπου 440 εκατομμυρίων χοίρων στην Κίνα. Οι ΗΠΑ εξάγουν επίσης φαρμακευτικά προϊόντα και πετρέλαιο.
Αντίστοιχα, η Κίνα προμηθεύει τις ΗΠΑ με μεγάλες ποσότητες ηλεκτρονικών συσκευών, υπολογιστών, παιχνιδιών και μπαταριών για ηλεκτροκίνηση. Τα smartphones αποτελούν τη μεγαλύτερη κατηγορία εισαγωγών από την Κίνα (9%), με πολλά από αυτά να παρασκευάζονται αποκλειστικά για την Apple.
Οι αμερικανικοί δασμοί έχουν ήδη επηρεάσει αρνητικά τη μετοχή της Apple, που έχει μειωθεί κατά 20% τον τελευταίο μήνα. Με την ενδεχόμενη αύξηση του δασμού από 20% σε 104%, το κόστος για τους καταναλωτές στις ΗΠΑ μπορεί να εκτοξευθεί ως και πέντε φορές.
Αντίστοιχα, οι κινεζικοί δασμοί αυξάνουν το κόστος των αμερικανικών εισαγωγών στην Κίνα, με τους Κινέζους καταναλωτές να επιβαρύνονται αντίστοιχα.

Ωστόσο, ο εμπορικός πόλεμος δεν περιορίζεται αποκλειστικά στους δασμούς. Η Κίνα κατέχει σημαντική θέση στην επεξεργασία κρίσιμων μετάλλων για τη βιομηχανία, όπως ο χαλκός, το λίθιο και οι σπάνιες γαίες. Το Πεκίνο μπορεί να περιορίσει την εξαγωγή αυτών των πρώτων υλών στις ΗΠΑ, όπως έχει ήδη πράξει με το γερμάνιο και το γάλλιο, που είναι κρίσιμα για στρατιωτικές εφαρμογές.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να εντείνουν περαιτέρω τον τεχνολογικό αποκλεισμό της Κίνας, δυσχεραίνοντας την πρόσβασή της σε προηγμένα μικροτσίπ, που είναι αναγκαία για την τεχνητή νοημοσύνη και άλλες προηγμένες εφαρμογές.
Ο σύμβουλος οικονομικών θεμάτων του Τραμπ, Πίτερ Ναβάρο, πρότεινε την πίεση σε χώρες όπως η Καμπότζη, το Μεξικό και το Βιετνάμ να σταματήσουν τις εμπορικές τους σχέσεις με την Κίνα, αν επιθυμούν να συνεχίσουν να εξάγουν στις ΗΠΑ.
Ποιοι πλήττονται περισσότερο
Οι αναλυτές είναι ξεκάθαροι: ο εμπορικός πόλεμος που αναζωπυρώθηκε την Τετάρτη πιθανώς θα βλάψει περισσότερο τις Ηνωμένες Πολιτείες από όλους.
«Θα είναι δύσκολο για τις ΗΠΑ να αποφύγουν την ύφεση αν οι δασμοί παραμείνουν στα επίπεδα που έχουν ανακοινωθεί», δηλώνει η Κλαούντια Σαμ, επικεφαλής οικονομολόγος της New Century Advisors, στο περιοδικό TIME.
«Οι μεγαλύτεροι χαμένοι θα είναι σίγουρα οι Ηνωμένες Πολιτείες», υπογραμμίζει η Γιουάν Μέι, επίκουρος καθηγήτρια στο Οικονομικό Τμήμα του Singapore Management University.
Η JPMorgan Chase αύξησε τις εκτιμήσεις της για παγκόσμια ύφεση από 40% σε 60% έως το τέλος του έτους.
Ο Τζέιμι Ντάιμον, CEO της JPMorgan Chase, δήλωσε σχετικά σε πρόγραμμα του Fox Business ότι «νομίζω ότι [μια ύφεση] είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα», τονίζοντας πως η πτώση 2.000 μονάδων του δείκτη Dow Jones «τροφοδοτεί την ίδια την κατάσταση».
Ο Ντάιμον επισήμανε ότι «οι αγορές δεν είναι πάντα σωστές, αλλά μερικές φορές είναι» και προσέθεσε: «νομίζω ότι αυτή τη φορά έχουν δίκιο, καθώς αποτυπώνουν την αβεβαιότητα σε μακροοικονομικό και μικροοικονομικό επίπεδο, και πώς αυτό επηρεάζει τη συμπεριφορά των καταναλωτών».

Αντί για αύξηση της αμερικανικής παραγωγής, το αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι «μια επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης και παραγωγής», σημειώνει ο Τζα-Ίαν Τσονγκ, καθηγητής στο National University of Singapore και συνεργάτης του Carnegie China.
Η Κριστίνα Φονγκ από το ASEAN Studies Center εξηγεί ότι αν οι αμερικανικές επιχειρήσεις απορροφήσουν το κόστος των δασμών, θα υπάρξει μείωση της κερδοφορίας τους, οδηγώντας σε απολύσεις. Αν το κόστος μετακυληθεί στους καταναλωτές, η ζήτηση θα πέσει, με παρόμοια αποτελέσματα.
«Ο καθένας θα πλήττεται με πολλούς τρόπους, ανεξαρτήτως της οπτικής γωνίας», τονίζει.
Η σύγχρονη παραγωγή ούτε είναι αποκλειστικά εγχώρια. Ένα προϊόν που αναγράφει «made in USA» μπορεί να περιέχει εξαρτήματα από πολλές χώρες.
«Αν μειωθεί η ζήτηση στις ΗΠΑ, δεν είναι μόνο ότι τα τελικά προϊόντα δεν θα πωλούνται, αλλά θα υπάρξει και πτώση της ζήτησης για τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή τους», αναφέρει ο Τσονγκ.
Οι συνέπειες αυτές εξαπλώνονται παγκοσμίως. Χώρες όπως Βιετνάμ, Καμπότζη και Μπανγκλαντές -οι οποίες υπόκεινται σε δασμούς ύψους 46%, 49% και 37% αντίστοιχα- θα υποστούν σημαντικό πλήγμα, δεδομένου ότι εξαρτώνται από τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ.

Ήδη οι Αμερικανοί εισαγωγείς διακόπτουν παραγγελίες από το Μπανγκλαντές, του οποίου η υφαντουργία απασχολεί 4 εκατομμύρια εργαζόμενους και είχε εξαγωγές 7,34 δισ. δολαρίων το 2023.
Ανάλογες διακοπές παραγγελιών παρατηρούνται και για τεχνητά χριστουγεννιάτικα δέντρα και άλλες εορταστικές διακοσμήσεις από τα κινεζικά εργοστάσια, που αναφέρουν ότι δεν έχουν λάβει παραγγελίες από Αμερικανούς πελάτες που είναι κρίσιμες για τη λειτουργία τους.
Το Βιετνάμ, που παράγει το 50% των παπουτσιών της Nike και το 39% της Adidas, κινδυνεύει να χάσει έως και το 40% των εξαγωγών του, με κάποιες επιχειρήσεις να εξετάζουν το ενδεχόμενο μεταφοράς παραγωγής εκτός χώρας.
Ο Ιβάν Πινγκ από το National University of Singapore αναφέρει ότι οι τιμές για τους καταναλωτές εκτός ΗΠΑ ενδέχεται να μειωθούν, καθώς κράτη όπως η Κίνα αναζητούν νέες αγορές.
Ωστόσο, η Γιουάν Μέι προειδοποιεί ότι οι διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους παραγωγής διεθνώς.
Οι συνέπειες δεν περιορίζονται μόνο σε υλικά αγαθά. Όπως εξηγεί ο Τσονγκ, η μείωση της παραγωγής θα πλήξει και τις υπηρεσίες -τραπεζικές, νομικές και διαφημιστικές- που σχετίζονται με το διεθνές εμπόριο.
«Όταν δεν παράγετε πολύ, δεν χρειάζεστε τόσες πολλές υπηρεσίες», καταλήγει.
Τέλος, ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ μπορεί να φέρει γεωπολιτικές ανακατατάξεις. «Οι ΗΠΑ είναι βασικός εμπορικός εταίρος για τη Νοτιοανατολική Ασία, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει», λέει ο Τζεγιάντ Μένον από το ISEAS-Yusof Ishak Institute.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι χώρες μπορεί να επιδιώξουν να διαφοροποιήσουν τις εμπορικές τους σχέσεις και να συνεργαστούν περισσότερο με «πιο αξιόπιστους» εταίρους.

«Ήδη βλέπουμε χώρες να ενισχύουν τις εμπορικές τους σχέσεις με την Κίνα», προσθέτει η Φονγκ.
Ο Πινγκ προειδοποίησε ότι μια παγκόσμια ύφεση που προκύπτει από τους δασμούς μπορεί να θυμίσει την κρίση του 2008, τη χειρότερη οικονομική κρίση μετά το Μεγάλο Κραχ.
Εμπορική Πολιτική μέσω Truth Social
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μετατρέψει την πλατφόρμα Truth Social σε εργαλείο εμπορικής πολιτικής, ανακοινώνοντας δασμούς και οικονομικά μέτρα με τρόπο που δεν επιτρέπει καμία αντίδραση από τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Αυτή η στρατηγική στηρίζεται στον αιφνιδιασμό, με κινήσεις που προκαλούν σοκ στις αγορές και αναστάτωση σε κυβερνήσεις παγκοσμίως.
Αρχικά επιβάλει μέτρα που ανατρέπουν την παγκόσμια οικονομία, και στη συνέχεια, σε απάντηση των αντιδράσεων, επιβάλλει νέα μέτρα, επιδεικνύοντας έτσι την εξουσία και την αδιαλλαξία του. Αυτή η διαδικασία δεν είναι διαπραγματευτική – είναι επιβολής.