Ήταν ένα βράδυ του Μαρτίου το 1932 όταν ο 77χρονος Τζορτζ Ίστμαν καθόταν στο γραφείο του στο Ρότσεστερ. Έγραψε λίγες λέξεις με την αγαπημένη του πένα και τις τοποθέτησε πάνω στο καλάθι ραπτικής της μητέρας του, μετά κάπνισε ένα πούρο, έβγαλε το περίστροφό του και αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά.
«Η δουλειά μου τελείωσε. Γιατί να περιμένω;» ήταν το σημείωμα που άφησε πίσω του, χωρίς υπογραφή — κανείς δεν είχε αμφιβολία για την ταυτότητά του.
Ο Τζορτζ Ίστμαν δεν ήταν απλώς εφευρέτης, αλλά ο άνθρωπος που έκανε τη φωτογραφία προσβάσιμη σε όλους. Πριν από αυτόν, οι εικόνες ήταν προνόμιο λίγων. Μετά από αυτόν, έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε οικογένειας, κάθε ταξιδιού, κάθε σημαντικής στιγμής. Το όνομά του έγινε συνώνυμο με τις αναμνήσεις: Kodak.
Ας εξερευνήσουμε την ιστορία του από την αρχή.
Τα παιδικά χρόνια
Ο Ίστμαν γεννήθηκε το 1854 στο Γουότερβιλ της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας του, δάσκαλος λογιστικής, πέθανε όταν ήταν μόλις 8 ετών. Η μητέρα του, Μαρία Κίλμπορν Ίστμαν, τον ανέθρεψε μόνη της, και η απώλεια της αδελφής του Κέιτι από πολιομυελίτιδα τρία χρόνια αργότερα τον σημάδεψε ανεξίτηλα.
Στα 15 του άφησε το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένεια. Έγινε λογιστής, συστηματικός και αυστηρός με τα οικονομικά του. Όταν το 1877 σχεδίασε ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Ισπανιόλα και του προτάθηκε να πάρει μαζί του φωτογραφική μηχανή, ανακάλυψε τον κόσμο της φωτογραφίας, που αποτέλεσε τη νέα του «νησίδα».
Πειραματισμοί και η Kodak
Άρχισε να πειραματίζεται με ξηρές πλάκες και ανέπτυξε μια καινοτόμο μέθοδο επικάλυψης φιλμ με ζελατίνη. Το 1880 ίδρυσε την Eastman Dry Plate Company. Μέχρι το 1888, η πρώτη Kodak ήταν γεγονός, παρουσιαζόμενη στις 7 Μαΐου. Ένα κουτί, στο μέγεθος παπουτσιού, εξοπλισμένο με φιλμ για 100 φωτογραφίες και το θρυλικό σλόγκαν: «You press the button, we do the rest.» (Εσύ πατάς το κουμπί, εμείς τα κάνουμε όλα).
Η λέξη Kodak δεν σημαίνει τίποτα συγκεκριμένο, γι’ αυτό και είναι τέλεια. Ο Ίστμαν ήθελε κάτι που να είναι σύντομο και αναγνωρίσιμο και επέλεξε το γράμμα Κ, από το επώνυμο της μητέρας του, δημιουργώντας μια μάρκα έτοιμη για το μέλλον.
Η απόλυτη αυτοκρατορία
Μέχρι το 1900, η Kodak είχε εξελιχθεί σε κυρίαρχη δύναμη στη φωτογραφία. Η Brownie, η κάμερα του ενός δολαρίου, έφερε την τέχνη της φωτογραφίας στα χέρια όλων. Οι ερασιτέχνες αναδύθηκαν, και ο κινηματογράφος χρησιμοποιούσε το φιλμ Kodak. Ο Ίστμαν, εκτός από εφευρέτης, ήταν και στρατηγός. Εξαγόρασε πατέντες και δημιούργησε κατακόρυφα ενοποιημένες αλυσίδες παραγωγής, επιδιώκοντας πάντα την ποιότητα και την καινοτομία.
Από τον άνθρακα για τα εργοστάσια μέχρι το φωτογραφικό χαρτί από τη Γενεύη, όλα περνούσαν από την εποπτεία του. Ο Ίστμαν όχι μόνο δεν παντρεύτηκε, αλλά και μοιράστηκε εκατομμύρια σε φιλανθρωπίες κατά τη διάρκεια της ζωής του, πάντα πιστεύοντας στο «δωρεά τώρα, όχι μετά θάνατον».
Η σκιά του Ίστμαν
Στα τελευταία του χρόνια, ο Ίστμαν υπέφερε από σοβαρή σπονδυλική εκφύλιση και κατάθλιψη. Ο άνθρωπος που κυνηγούσε το φως ήρθε αντιμέτωπος με το σκοτάδι.
Η Kodak συνέχισε να αναπτύσσεται και μετά τον θάνατό του, με το λογότυπό της να εμφανίζεται σε Ολυμπιακούς Αγώνες και ταινίες. Το «Kodak moment» αναφερόταν σε στιγμές αξέχαστες.
Όμως, τα πράγματα άλλαξαν: το 1975, ο Στιβ Σάσον της Kodak εφηύρε την πρώτη ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, που ωστόσο οι υπεύθυνοι της εταιρείας αγνόησαν. Η Kodak επένδυσε δισεκατομμύρια στην ψηφιακή τεχνολογία, αλλά με λανθασμένο τρόπο — προσπαθούσε να αναπαραστήσει το παλιό μοντέλο αντί να υιοθετήσει το νέο.
Το λάθος της Kodak
Στη δεκαετία του 2000, ο κόσμος σταμάτησε να εκτυπώνει και άρχισε να ανεβάζει φωτογραφίες online. Το 2001, η Kodak αγόρασε το Ofoto, μια φωτο-κοινότητα που θα μπορούσε να έχει γίνει το αντίστοιχο του Instagram, αλλά δεν αξιοποίησε αυτή την ευκαιρία. Αντί να το εξελίξει σε κοινωνικό δίκτυο, το χρησιμοποίησε για πωλήσεις εκτυπώσεων.
Το 2012, η Kodak κήρυξε πτώχευση. Ένα χρόνο αργότερα επανήλθε, μικρότερη και με νέα στόχευση, απομακρυνόμενη από την φωτογραφία, αλλά παραμένοντας στη συλλογική μνήμη.
Η Kodak δεν απέτυχε γιατί δεν είδε το μέλλον. Το είχε ήδη εφεύρει, αλλά δεν πίστευε ότι μπορούσε να είναι η αλλαγή που θα επηρέαζε τον κόσμο, παρά μόνο να τον εκτυπώνει. Όπως είπε ένας αναλυτής, «είδε τον ψηφιακό τυφώνα να έρχεται, αλλά νόμισε ότι μπορούσε να τον αναχαιτίσει με το φιλμ».
Στιγμές που παγιδεύονται
Ο Τζορτζ Ίστμαν ήθελε να βελτιώσει τη ζωή μέσω των εικόνων, και το κατάφερε. Το φως που κλείστηκε σε ρολά άλλαξε τη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας. Κάθε φωτογραφία ενός χαμογελαστού παιδιού με μια παλιά Kodak αποτελεί νίκη απέναντι στη λήθη.
Η αυτοκρατορία του δεν διήρκεσε για πάντα, αλλά ο κόσμος που δημιούργησε με ένα κουμπί παρέμεινε, γιατί η στιγμή, όταν την παγιδεύεις, μπορεί να σε ξεπεράσει.