Μετά από μήνες συνομιλιών που δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία, συμπεριλαμβανομένης μιας ανατρεπτικής συνάντησης στο Οβάλ Γραφείο μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βολοντίμιρ Ζελένσκι στα τέλη Φεβρουαρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ουκρανία υπέγραψαν επιτέλους τη πολυαναμενόμενη οικονομική συμφωνία που αφορά τα ορυκτά. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, θα δημιουργηθεί ένα ταμείο επενδύσεων για την ανοικοδόμηση της χώρας, η οποία έχει υποστεί σοβαρές καταστροφές λόγω του τριών ετών πολέμου, ενώ οι Αμερικανοί θα έχουν προνομιακή πρόσβαση στους ουκρανικούς φυσικούς πόρους.
Τι ακριβώς περιλαμβάνει αυτή η συμφωνία; Ποιες είναι οι τρέχουσες σχέσεις Ουάσινγκτον-Κιέβου; Ποιο είναι το μήνυμα που στέλνεται στη Ρωσία; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που απαντούν οι ειδικοί του Atlantic Council.
«Η Ουκρανία σε ισχυρότερη θέση»
Η Ουκρανία βρίσκεται πλέον στη καλύτερη θέση από την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ, εκτιμά η Shelby Magid, αναπληρώτρια διευθύντρια του Κέντρου Ευρασίας του Atlantic Council.
Με την υπογραφή της συμφωνίας, οι Ουκρανοί αξιωματούχοι μπορούν επιτέλους να αναπνεύσουν με ανακούφιση, κάτι σπάνιο έως τώρα. Έχοντας αντέξει μια εκτενή εισβολή και έναν δύσκολο δρόμο στις σχέσεις με την Ουάσινγκτον, οι Ουκρανοί κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες για να κλείσουν μια συμφωνία που τους τοποθετεί σε ισχυρή θέση απέναντι στις ΗΠΑ, αναφέρει.
«Μέσα από σθεναρές διαπραγματεύσεις, οι Ουκρανοί απέδειξαν την ικανότητά τους να διαπραγματεύονται και να καταλήγουν σε μια δίκαιη συμφωνία. Παρόλο που η κυβέρνηση Τραμπ πίεσε να αποδεχτούν λιγότερο ευνοϊκές προτάσεις, το Κίεβο έδειξε ότι δεν είναι απλώς ένας «μικρός εταίρος» που πρέπει να υποχωρήσει. Έθεσαν το μέλλον της χώρας τους πάνω απ’ όλα και πέτυχαν μια συμφωνία που μπορεί να θεωρηθεί νίκη και για τις δύο πλευρές», τονίζει.
Αυτή η επιτυχία και η ενίσχυση της σχέσης ΗΠΑ-Ουκρανίας έρχεται σε μια εποχή που η κυβέρνηση Τραμπ εκφράζει αυξανόμενη δυσαρέσκεια προς τη Ρωσία, αμφισβητώντας τη βούληση του Βλαντίμιρ Πούτιν να τερματίσει τον πόλεμο. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, η Ουκρανία δέχθηκε σοβαρή επίθεση, υποδεικνύοντας την απογοήτευση του Πούτιν. Παρά την επιβράδυνση των ειρηνευτικών συνομιλιών, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέστειλαν εν μέρει την παύση στρατιωτικής βοήθειας, εγκρίνοντας όπλα ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων για την Ουκρανία.
Ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε: «Αυτή η συμφωνία στέλνει ένα σαφές μήνυμα στη Ρωσία ότι η κυβέρνηση Τραμπ υποστηρίζει μια ειρηνική διαδικασία με επίκεντρο μια ελεύθερη, κυρίαρχη και ευημερούσα Ουκρανία».
«Αυτή η δήλωση από την Ουάσινγκτον ουσιαστικά υπονομεύει τους στόχους του Κρεμλίνου. Είναι πιθανό ο Πούτιν να συνειδητοποιήσει ότι υποτίμησε για άλλη μια φορά την Ουκρανία», προσθέτει η Shelby Magid.
«Αβέβαιο μέλλον για τη συμφωνία»
Το μέλλον της συμφωνίας είναι θολό λόγω των άδικων όρων της, σύμφωνα με τον Ed Verona, συνεργάτη στο Κέντρο Ευρασίας του Atlantic Council.
«Είναι ανακουφιστικό για τους Ουκρανούς το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να μην συμπεριλάβουν το κόστος προηγούμενης βοήθειας στη συμφωνία. Ωστόσο, η συμφωνία είναι τόσο επαχθής που φαίνεται σαν να «αδειάζει τις τσέπες ενός θύματος επίθεσης». Αντιμέτωπη με έναν τριπλάσιο εχθρό, η Ουκρανία είχε περιορισμένες επιλογές: είτε να αποδεχθεί τους όρους που την μετατρέπουν σε καθεστώς εικονικής αποικίας είτε να εκτεθεί στην εχθρότητα ενός πρώην συμμάχου. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ζελένσκι αναγκάσθηκε να «καταπιεί το πικρό χάπι» και να υπογράψει τη συμφωνία. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ερωτήματα», αναφέρει ο Verona.
«Θα χρειαστεί η συμφωνία να επικυρωθεί από τη Ράντα, το ουκρανικό κοινοβούλιο; Οι άνισοι όροι πιθανόν να προκαλέσουν αντίσταση από το πολιτικό φάσμα της χώρας. Θα ψηφιστεί με «ναι» ή «όχι», ή θα εξεταστούν τροποποιήσεις; Αν επικυρωθεί με οριακή πλειοψηφία, θα είναι οι επενδυτές πρόθυμοι να δεσμευτούν σε projects, γνωρίζοντας ότι μια μελλοντική κυβέρνηση μπορεί να ακυρώσει τη συμφωνία;
Με δεδομένο ότι οι συμφωνίες ορυκτών πόρων συχνά αποτυγχάνουν, υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τη βιωσιμότητα της συμφωνίας στο βάθος χρόνου που απαιτείται για μεγάλα projects. Η ίδια η Ρωσία είναι παράδειγμα για το πώς τέτοιες συμφωνίες μπορούν να καταρρεύσουν. Οι συμφωνίες που υπεγράφησαν τη δεκαετία του ’90 ακυρώθηκαν από το καθεστώς Πούτιν, υποχρεώνοντας τους Δυτικούς εταίρους να παραδώσουν τον έλεγχο. Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα στην ανάπτυξη», καταλήγει ο Verona.
«Η συμφωνία μπορεί να φέρει ξανά στρατιωτική βοήθεια»
Μετά από μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων, η Ουκρανία πρόσφερε στον Τραμπ ακόμα μία νίκη. Η ανακοίνωση της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Ουκρανίας είναι θετική για όσους ελπίζουν σε λιγότερη εχθρότητα από την Ουάσινγκτον. Σημειώνει ο Doug Klain, εξωτερικός συνεργάτης στο Atlantic Council.
Όπως υπογραμμίζει, το κεντρικό μήνυμα είναι ότι ενώ ο Πούτιν λέει «όχι» στις προτάσεις του Τραμπ για ειρήνη, η Ουκρανία αποφάσισε εκ νέου να πει «ναι».
Ωστόσο, και οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές. «Η Ουκρανία φαίνεται να έχει πετύχει μια σπουδαία διαπραγματευτική νίκη απέναντι στην κυβέρνηση Τραμπ. Αντίθετα με προηγούμενες προτάσεις, η συμφωνία διατηρεί την πλήρη κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων στην Ουκρανία και μετατρέπεται σε ένα ταμείο για την ανοικοδόμηση της χώρας, υπολογίζοντας μόνο τη μελλοντική βοήθεια,» εξηγεί.
Το σημαντικότερο είναι ότι η επίτευξη συμφωνίας μπορεί να επαναφέρει τη στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ προς την Ουκρανία. «Αν και η στρατιωτική βοήθεια επί Μπάιντεν συνεχίζει, ο Τραμπ δεν έχει δεσμευθεί για νέα υποστήριξη. Η Ουκρανή Αντιπρόεδρος, Γιούλια Σβιριέντενκο, δήλωσε ότι οι καινοτόμες μορφές βοήθειας, όπως τα αμυντικά συστήματα, θα θεωρούνται επίσης επένδυση στο ταμείο. Καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να προσφέρει τέτοια υποστήριξη στις επιθέσεις της Ρωσίας,» προσθέτει.
«Ο Τραμπ αναζητούσε μήνες μια νίκη στην Ουκρανία και τώρα την έχει. Ωστόσο, η ρωσική εισβολή δεν θα λυθεί με οικονομική συμφωνία. Ο Πούτιν απορρίπτει τις προτάσεις για κατάπαυση του πυρός διότι δεν θέλει ειρήνη αλλά την Ουκρανία. Αν ο Λευκός Οίκος θέλει να επιτύχει μια ειρηνική συμφωνία με τη Ρωσία, θα πρέπει να ασκήσει ουσιαστική πίεση στο Κρεμλίνο μέσω κυρώσεων και στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία.»