Μια ομάδα ερευνητών ανέλυσε άνω των 165 χρυσών κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων που βρέθηκαν σε μνημειώδεις τάφους στον Παγασητικό Κόλπο κοντά στον Βόλο, αποκαλύπτοντας ενδιαφέροντα στοιχεία για την επεξεργασία του χρυσού από τους τεχνίτες της μυκηναϊκής εποχής, πριν από 3.500 χρόνια.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Archaeological Science: Reports, είναι η πρώτη ολοκληρωμένη έρευνα για τη χρυσοχοΐα της μυκηναϊκής εποχής στη Θεσσαλία, μια περιοχή γνωστή από τον μύθο των Αργοναυτών και το Χρυσόμαλλο Δέρας.
Τα κοσμήματα προέρχονται από τέσσερις θολωτούς τάφους στο Διμήνι και από έναν τάφο στο Καζανάκι, οι οποίοι ανακαλύφθηκαν άθικτοι το 2004.
Αυτός ο τάφος, ένας αρχαιολογικός θησαυρός, περιείχε επτά ταφές (ενηλίκων και παιδιών) και πάνω από 150 χρυσά αντικείμενα, όπως διακοσμημένες χάντρες, δίσκους και διακοσμητικά στοιχεία όπλων.
Οι άλλοι τρεις τάφοι, στο Καπακλί, στο Λαμιόσπιτο και στην Τούμπα, είχαν υποστεί λεηλασία από τυμβωρύχους στην αρχαιότητα, αλλά βρέθηκαν μερικά πολύτιμα κομμάτια. Οι Μυκηναίοι, ο σημαντικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε μεταξύ 1600 και 1100 π.Χ., χρησιμοποιούσαν αυτά τα αντικείμενα σε ταφικές τελετές για να συνοδεύουν τους νεκρούς της ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Πολλές από τις αναλύσεις καταδεικνύουν ότι αντικείμενα όπως οι χρυσοί δίσκοι και οι ανάγλυφες χάντρες είχαν δημιουργηθεί κυρίως για ταφικούς σκοπούς και όχι για καθημερινή χρήση. Αυτά τα αντικείμενα ήταν συμβολικές προσφορές για τη μετά θάνατον ζωή, σύμφωνα με τη μελέτη.
Η επεξεργασία του χρυσού με ελάχιστες απώλειες
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα είναι ο τρόπος που οι Μυκηναίοι τεχνίτες επεξεργάζονταν τον χρυσό τους. Για παράδειγμα, με μόλις 10 γραμμάρια καθαρού χρυσού, μπορούσαν να δημιουργήσουν σχεδόν 200 μικρά κυκλικά ελάσματα για διακόσμηση σάβανων.
Για πιο περίπλοκα αντικείμενα, όπως δαχτυλίδια ή διακοσμητικά όπλων, χρησιμοποιούσαν προηγμένες τεχνικές όπως οι κόκκοι και η συγκόλληση αυτών ή η τεχνική κλουαζονέ.
Οι πιο απλές χάντρες για περιδέραια δημιουργούνταν από τη σύνθεση δύο χρυσών ελασμάτων, ένα επίπεδο στο πίσω μέρος και ένα διακοσμημένο στο μπροστινό μέρος.
Οι ερευνητές δεν βρήκαν στοιχεία συγκόλλησης των δύο τμημάτων, υποδεικνύοντας ότι πιθανόν ενώνονταν μηχανικά. Αυτό υποδηλώνει ότι θα μπορούσαν να κατασκευάζονται σε τοπικά εργαστήρια, με απλές μεθόδους από τεχνίτες που δεν ήταν χρυσοχόοι, σύμφωνα με την αναφορά.
Αντίθετα, τα κοσμήματα που δείχνουν σημάδια φθοράς, όπως δαχτυλίδια ή καλύπτρες όπλων, φέρουν σφραγίδα εξειδικευμένων χρυσοχόων, καθώς απαιτούσαν προηγμένες δεξιότητες και περιλάμβαναν λεπτομέρειες όπως σπειροειδή σχέδια ή ανθρωπόμορφα ανάγλυφα.

Το μυστήριο του “τεχνητού” χρυσού
Η χημική ανάλυση του χρυσού αποκάλυψε ότι οι Μυκηναίοι τεχνίτες στη Θεσσαλία αναμίγνυαν τον φυσικό χρυσό με χαλκό και ασήμι προκειμένου να δημιουργήσουν διάφορες αποχρώσεις. Τα περισσότερα κομμάτια περιέχουν 4% – 35% ασήμι και έως 4% χαλκό, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα κράματα δημιουργούνταν σκόπιμα. Δεν χρησιμοποιούσαν καθαρό χρυσό, αλλά μίγματα πιθανόν από τοπικές πηγές, όπου ο χρυσός ήταν ήδη ανάμεικτος με άλλα μέταλλα, όπως υπογραμμίζει η μελέτη.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι χάντρες των περιδεραίων σε κάθε τύμβο παρουσιάζουν παρόμοια χημική σύνθεση, υποδεικνύοντας μαζική παραγωγή για συγκεκριμένες ταφές. Στο Καζανάκι, οι μελετητές αναγνώρισαν τρεις διακριτές ομάδες χρυσών δίσκων που μπορεί να σχετίζονται με διαφορετικές φάσεις χρήσης του τάφου ή διαφορετικές ταφές.
Αποτελέσματα της συγκριτικής μελέτης
Συγκρίνοντας αυτά τα κοσμήματα με εκείνα που έχουν βρεθεί στην Αργολίδα, την πατρίδα των Μυκηναίων τεχνητών, καθώς και σε άλλα μυκηναϊκά κέντρα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα θεσσαλικά αντικείμενα ακολουθούν πιο συνεπές χημικά μοτίβα.
Αντίθετα, η Αργολίδα διαθέτει μεγαλύτερη ποικιλία, περιλαμβάνοντας χάντρες με κοκκινωπές αποχρώσεις που έχουν ανακαλυφθεί στην Προσύμνη και ενδέχεται να είναι προϊόν αιγυπτιακών τεχνικών για την παραγωγή “ροζ χρυσού”.
Παρά τη στενή ομοιότητα κάποιων κομματιών, όπως οι χάντρες σε σχήμα παπύρου με αντίστοιχα του αιγυπτιακού ρυθμού, η μελέτη καθιστά σαφές ότι η μυκηναϊκή χρυσοχοΐα είχε τα δικά της χαρακτηριστικά.
Σε αντίθεση με τους Αιγυπτίους, οι Μυκηναίοι δεν χρησιμοποιούσαν περίπλοκες τεχνικές συγκόλλησης και δεν περιλάμβαναν λευκόχρυσο στα κράματά τους, κάτι που ήταν συνηθισμένο στον αιγυπτιακό χρυσό.
Το κεντρικό ερώτημα είναι αν αυτά τα κοσμήματα κατασκευάζονταν σε τοπικά εργαστήρια ή αν εισάγονταν από εξειδικευμένα κέντρα. Η μελέτη υποδεικνύει ότι τα πιο απλά κομμάτια, όπως δίσκοι και χάντρες, πιθανόν παρασκευάζονταν κοντά στους τύμβους ίσως με τη χρήση εισαγόμενων χρυσών ελασμάτων.
Αντίθετα, τα πιο περίτεχνα κοσμήματα, όπως τα δαχτυλίδια με κολλητές διακοσμητικές λεπτομέρειες, πιθανόν να προέρχονται από εργαστήρια που εξυπηρετούσαν την ελίτ. Η παραγωγή ταφικών κοσμημάτων δεν απαιτούσε την ετήσια εργασία ειδικευμένων τεχνικών, εξηγεί η μελέτη. Αυτό ενδέχεται να εξηγεί την περιορισμένη ανακάλυψη εργαστηρίων χρυσού στον μυκηναϊκό πολιτισμό, παρά την αφθονία των κοσμημάτων στους τύμβους.

Η συνεισφορά της μελέτης
Η μελέτη αποκαλύπτει τις τεχνικές γνώσεις των χρυσοχόων του Μυκηναϊκού πολιτισμού και αποδεικνύει ότι η Θεσσαλία, αν και γενικά θεωρείται περιφερειακή περιοχή, είχε τις δικές της αναγνωρίσιμες τεχνικές παραδόσεις.
Τα αντικείμενα από τον Παγασητικό Κόλπο, όπως τα χρυσά άνθη στο Καπακλί και τα μυστήρια κοσμήματα με ανθρώπινες κεφαλές από το Καζανάκι, μαρτυρούν την ύπαρξη μιας προηγμένης κοινωνίας που συνδύαζε τοπικές επιρροές με μακρινές.
Αν και παραμένουν ερωτήσεις, όπως η ακριβής προέλευση του χρυσού και η οργάνωση των εργαστηρίων, αυτή η έρευνα ανοίγει μια μοναδική εικόνα ενός κόσμου όπου το χρυσό, πέραν του συμβολισμού εξουσίας, συνδεόταν και με τη μετάβαση από τη ζωή στο θάνατο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, ο μυκηναϊκός χρυσός της Θεσσαλίας δεν ήταν απλώς ένα υλικό αλλά μια έκφραση ταυτότητας, κοινωνικού στάτους και πεποιθήσεων που ξεπερνούσαν τον θάνατο.