«Πιστεύω ότι τα μέτρα θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα καθώς υπάρχει δημοσιονομικός χώρος» δήλωσε ο Διονύσης Χιόνης στον ραδιοσταθμό Realfm 97,8, κατά τη διάρκεια της εκπομπής του Νίκου Χατζηνικολάου, αναφερόμενος στις δηλώσεις του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, χθες.
Ο Καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο σημείωσε ότι «αν συνυπολογίσουμε τα τοκοχρεωλύσια, ο δημοσιονομικός χώρος δεν είναι τόσο εκτενής, καθώς αναφερόμαστε σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα που δεν περιλαμβάνει τα τοκοχρεωλύσια. Αν τα λάβουμε υπόψη, ο χώρος μειώνεται σημαντικά. Σύντομα όμως, θα συμφωνήσω ότι τα μέτρα μπορούσαν να είναι πιο εκτενή. Η τρέχουσα πολιτική, που χρησιμοποιεί τη δημοσιονομική πολιτική για αναδιανομή και ανάπτυξη, αποτελεί μια κοινά αποδεκτή προσέγγιση που ακολουθούμε εδώ και πολλά χρόνια.»
Ο ίδιος επεσήμανε ότι «περιμέναμε ίσως και κάτι περισσότερα. Η προσδοκία ήταν να υπάρξει αυτός ο δημοσιονομικός χώρος και η ανάπτυξη μέσω επενδύσεων και αύξησης παραγωγικότητας. Φαίνεται ότι δεν έχουμε επιτύχει σημαντική πρόοδο στην κατεύθυνση αυτή, και καταφεύγουμε στη χρήση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου για να ενισχύσουμε την ανάπτυξη και να εφαρμόσουμε κάποιες αναδιανεμητικές πολιτικές, ενώ ταυτόχρονα ανησυχούμε για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η επιβολή δασμών.»
Σε ερώτηση σχετικά με πιθανές επιπτώσεις, ο καθηγητής ανέφερε ότι «σίγουρα θα υπάρξουν επιπτώσεις. Η κατάσταση δεν έχει σταθεροποιηθεί ακόμα και προτιμώ να μην κάνω ποσοτικές εκτιμήσεις. Κάθε μέρα, ο Τραμπ αλλάζει την πολιτική του σχετικά με τους δασμούς. Ας περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση με την αναστολή των μέτρων.»
Ο κ. Χιόνης τόνισε ότι «αυτός ο δημοσιονομικός χώρος στοχεύει στη μεσαία τάξη, στους μικρούς συνταξιούχους, τα Άτομα με Αναπηρία και σε όσους δυσκολεύονται να πληρώσουν το ενοίκιο, με στόχο να ενισχύσει την κατανάλωσή τους. Αυτό ακριβώς επιδιώκει: να τονώσει την κατανάλωση, η οποία θα υποστηρίξει την ανάπτυξη. Είναι μια στρατηγική που εφαρμόζουμε συχνά σε αυτά τα χρόνια.»
Σε άλλο σημείο, ο καθηγητής σημείωσε ότι «θα μπορούσαμε να μειώσουμε τον ΦΠΑ, καθώς ερχόμαστε με καθυστέρηση 12-14 μηνών και το υπερπλεόνασμα είναι γεγονός. Αν το είχαμε κάνει τον Φεβρουάριο του 2024, θα μπορούσαμε να είχαμε σταθεροποιήσει τον ΦΠΑ σε χαμηλότερα επίπεδα. Γιατί πρέπει να καθυστερούμε και να μην διαχειριζόμαστε την κατάσταση από την αρχή του έτους; Χρειάζεται καλύτερη παρακολούθηση της φορολογικής συλλογής από πέρυσι. Αυτό που έχει γίνει είναι θετικό, αλλά θα μπορούσε να είναι καλύτερο.»
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι «σήμερα, με την ανακοίνωση των μέτρων, στοχεύουμε στη ζήτηση, στην κατανάλωση. Είναι απαραίτητο να γίνουν βήματα και για την παραγωγή και την παραγωγικότητα, καθώς και για το ενεργό κομμάτι της κοινωνίας που παράγει. Στη τρέχουσα φάση της ελληνικής οικονομίας, η μείωση των φορολογικών συντελεστών στις παραγωγικές δραστηριότητες δεν σημαίνει μείωση των φορολογικών εσόδων. Αντιθέτως, ενδέχεται να αυξηθούν, εφόσον διευρυνθεί ο τζίρος της οικονομίας. Αυτό είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί μια ισορροπία. Ο δημοσιονομικός χώρος είναι θετικός, αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά: το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι σε υψηλά επίπεδα, στο 6%. Η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην Ε.Ε. όσον αφορά το λόγο επενδύσεων προς ΑΕΠ. Βρισκόμαστε σε μια φάση αστάθειας και απαιτούνται φορολογικά κίνητρα για να αποκατασταθεί η ισορροπία. Χρειάζεται ένα αντίδοτο το Σεπτέμβριο για να αυξηθεί η παραγωγή.»
Ακούστε τη συνέντευξη: