Ένα από τα πιο σοβαρά ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι το οικιστικό, με πολλές παραμέτρους, μία εκ των οποίων είναι τα κόκκινα δάνεια.
Το συνολικό τους ύψος εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 65 δισεκατομμύρια ευρώ, μειωμένο από 92 δισεκατομμύρια το 2019. Μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού έχουν ρυθμιστεί δάνεια ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, ωστόσο πολλοί οφειλέτες αδυνατούν να ενταχθούν σε αυτόν. Αναφερόμαστε σε 500 χιλιάδες δάνεια που επιβαρύνουν σοβαρά την οικονομία, τις τράπεζες και τους δανειολήπτες.
Οι δανειολήπτες, είτε είναι επιχειρήσεις είτε πολίτες, ζουν σε συνθήκες αφόρητης πίεσης, χωρίς ελπίδα αποκατάστασης, δημιουργώντας μια μαύρη τρύπα στον ιστό της ελληνικής κοινωνίας.
Η διαγραφή τόκων που δεν καταγράφονται και η ρύθμιση με μακροχρόνιες δόσεις σε σταθερά χαμηλό επιτόκιο θα ήταν μια πιθανή λύση. Εξετάζεται επίσης η δυνατότητα εξαγοράς αυτών των δανείων από τους οφειλέτες, σε τιμές ελαφρώς υψηλότερες από αυτές που αγόρασαν τα funds, ή η δημιουργία μιας κρατικής «bad bank» για μαζική εξαγορά των ενυπόθηκων δανείων. Αυτό θα απαιτούσε λιγότερα κεφάλαια σε σύγκριση με τις εγγυήσεις του «Ηρακλή» για τις τράπεζες, που τελικά θα εκπέσουν.
Μια τέτοια λύση, όλο και πιο εφικτή λόγω των κερδών των πιστωτικών ιδρυμάτων, θα μπορούσε να περιλάβει και τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, προσφέροντας μια συνολική προσέγγιση στο πρόβλημα. Μια ρεαλιστική αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων θα ανακούφιζε την κοινωνία και θα διαμορφώσει διαφορετική εκδοχή για το στεγαστικό ζήτημα. Τα δάνεια για την απόκτηση κατοικίας μέσω των προγραμμάτων «Σπίτι μου» 1 και 2 αυξάνουν τις τιμές των ακινήτων, ενισχύοντας τη ζήτηση σε μια εποχή όπου η προσφορά είναι περιορισμένη.
Η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στην Ε.Ε. όσον αφορά το κόστος στέγασης (ενοίκια, δόσεις στεγαστικών, λογαριασμοί), που αντιπροσωπεύει το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματος.
Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (19,2%). Το 2024, οι δαπάνες αυτές στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά 1,3% σε σχέση με το 2022 και 0,3% σε σχέση με το 2023, ενώ στην Ε.Ε. έχει καταγραφεί μείωση 0,4% σε σύγκριση με το 2022 και 0,5% σε σύγκριση με το 2023.
Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι σχεδόν το 29% του πληθυσμού καταβάλλει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για τη στέγαση, ποσοστό που είναι υπερτριπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (8,2%).
Η επίλυση του στεγαστικού ζητήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα κόκκινα δάνεια και πρέπει να είναι συνολική, προκειμένου να επιτευχθούν αποτελέσματα που θα ανακουφίσουν μια κοινωνία που υποφέρει από πολλαπλές κρίσεις.