Το στεγαστικό πρόβλημα που έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια και οι τρόποι αντιμετώπισής του αναδεικνύουν τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική αγορά ακινήτων εδώ και πολλές δεκαετίες.
Αυτά τα προβλήματα περιλαμβάνουν τη φοροδιαφυγή και τη χρήση «μαύρου» χρήματος, τα οποία ενισχύουν την οικοδομική δραστηριότητα. Είναι γνωστά σε όλους, αλλά κανείς δεν αναλαμβάνει δράση.
Σημαντική είναι επίσης η έλλειψη σωστών νόμων και οικοδομικών κανονισμών, που συντάχτηκαν επιφανειακά για να καλύψουν προσωρινές, συχνά πελατειακές ανάγκες, παραβιάζοντας το Σύνταγμα.
Όλοι αιφνιδιάζονται όταν η Δικαιοσύνη κρίνει αυτές τις ρυθμίσεις ως αντισυνταγματικές, οδηγώντας σε κατεδάφιση ορόφων ή σε περιορισμό των οικοδομικών περιοχών. Στη συνέχεια, ακολουθούν νέα “μερεμέτια”, που με τον καιρό θα επανεξεταστούν και μπορεί να θεωρηθούν και αυτά αντισυνταγματικά.
Στην υπάρχουσα κατάσταση, πρέπει να προστεθεί και η αύξηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν κατακλύσει την Ελλάδα, αφαιρώντας χιλιάδες κατοικίες από την αγορά, καθώς και οι ξένες αγορές ακινήτων, που έχουν εκτοξεύσει τις τιμές και τα ενοίκια, δημιουργώντας το σημερινό οξύ στεγαστικό πρόβλημα.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει νέα μέτρα, τα οποία, σύμφωνα με τις προθέσεις, θα επιδιώξουν να αυξήσουν την προσφορά ενοικιαζόμενων κατοικιών.
Το νέο πακέτο θα περιλαμβάνει φορολογικά κίνητρα, όπως η μείωση φόρων στα ενοίκια και εκπτώσεις για ανακαινίσεις και ενεργειακή αναβάθμιση, καθώς και προσαρμογές στα κίνητρα για την ενοικίαση κλειστών ακινήτων, τα οποία ψηφίστηκαν στο τέλος του 2024 αλλά δεν έχουν αποδεκτεί.
Μια καινοτομία θα είναι η εισαγωγή αντικινήτρων για εκείνους που θα παραμένουν με κλειστά σπίτια και δεν τα ενοικιάζουν ενώ δεν τα χρησιμοποιούν.
Αυτά τα μέτρα αναμένεται να προκαλέσουν αντιδράσεις. Ωστόσο, η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να λύσει το στεγαστικό πρόβλημα θα τεθεί σε δοκιμασία και από τις παρεμβάσεις που θα γίνουν για ακίνητα που παραμένουν ανενεργά στα χαρτοφυλάκια τραπεζών και servicers.