Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, υπάρχουν αβεβαιότητες και κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία εξαιτίας του διεθνούς περιβάλλοντος, ειδικά μετά την ανακοίνωση της επιβολής υψηλών δασμών από την Κυβέρνηση των ΗΠΑ, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε έναν εκτενή εμπορικό πόλεμο.
Παρόλα αυτά, η ΤτΕ διατήρησε αμετάβλητη την πρόβλεψη της για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2025 στο 2,3%, επίπεδο που είναι πολύ ανώτερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, η εκτίμηση των επιπτώσεων ενός εμπορικού πολέμου είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς εξαρτάται από παράγοντες όπως η διάρκεια και η ένταση των μέτρων και των αντιμέτρων, οι χώρες που συμμετέχουν και η ικανότητα των οικονομιών να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Οι δασμοί
Ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, σημείωσε ότι, αν και η Ελλάδα έχει μικρή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και αναμένεται να αντιμετωπίσει περιορισμένες άμεσες επιπτώσεις από τους αυξημένους δασμούς, πιθανόν να επηρεαστεί έμμεσα, καθώς μια γενική επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, περιορίζοντας τις προοπτικές ανάπτυξης. Επιπλέον, η αυξημένη αβεβαιότητα στις αγορές μπορεί να αποθαρρύνει τις επενδύσεις, καθώς οι επιχειρήσεις είναι διστακτικές να αναλάβουν ρίσκα σε ένα ασταθές περιβάλλον.
«Για την Ελλάδα, η αντίδραση σε αυτές τις προκλήσεις απαιτεί τη συνέχιση μιας αξιόπιστης δημοσιονομικής πολιτικής, την προσέλκυση επενδύσεων και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα, θα προωθήσουν την καινοτομία και θα μετατοπίσουν την οικονομία προς ένα περισσότερο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο θα βασίζεται στη διαφοροποίηση της παραγωγικής της βάσης και στην ανάπτυξη νέων τομέων με υψηλή προστιθέμενη αξία», υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ.
Τόνισε επίσης την ανάγκη συνεχούς προώθησης μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και την προσέλκυση νέων κεφαλαίων, εφιστώντας την προσοχή στις καθυστερήσεις στον τομέα της Δικαιοσύνης. Παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, όπως σημείωσε, «η θέση της Ελλάδας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες παραμένει χαμηλή, ειδικά σε θέματα κράτους δικαίου, ταχύτητας απονομής δικαιοσύνης και προβλεψιμότητας εφαρμογής των νόμων. Αυτή η κατάσταση υπογραμμίζει την ανάγκη για διενέργεια περαιτέρω μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς – ένα κρίσιμο στοιχείο για τη σταθερότητα της οικονομίας και την αντοχή απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις».
Επιπλέον, η χρονιά που πέρασε κατέγραψε και την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, μετά από την πρόοδο των τελευταίων ετών, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παρουσίασε ελαφρά υποχώρηση το 2024. Αυτή η πτώση σχετίζεται με την ανατίμηση του ευρώ, που έχει αρνητική επίδραση στις σχετικές τιμές. Ταυτόχρονα, η ανταγωνιστικότητα σε σχέση με το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επηρεάστηκε αρνητικά από δύο παράγοντες: αφενός τη χαμηλότερη αύξηση των μισθών στην υπόλοιπη Ευρωζώνη και αφετέρου τη μεγαλύτερη ανάκαμψη της παραγωγικότητας της εργασίας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες σε σύγκριση με την Ελλάδα. Όσον αφορά τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η Έκθεση αναφέρει ότι η θέση της χώρας παρέμεινε σχεδόν στάσιμη στα αντίστοιχα πολύπλοκα μέτρα. Οι καθυστερήσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η καινοτομία και οι παραγωγικές επενδύσεις, συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδιο στη βελτίωση της θέσης της Ελλάδας στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας.
Επιπλέον, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε επίσης επιδείνωση, με το έλλειμμα να διευρύνεται στο 6,4% του ΑΕΠ.
Για το τραπεζικό σύστημα
Αναφερόμενος στο τραπεζικό σύστημα, ο κ. Στουρνάρας τόνισε τη βελτίωση των βασικών μεγεθών των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά το περασμένο έτος, γεγονός που επέτρεψε στις συστημικές τράπεζες να διανείμουν μερίσματα για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια. Επίσης, η δημιουργία του λεγόμενου “πέμπτου πόλου” – που συνεπάγεται αυξήσεις κεφαλαίου για τα μικρότερα ιδρύματα και κυρίως τη συγχώνευση της Παγκρήτιας Τράπεζας με την Τράπεζα Αττικής – αύξησε τον ανταγωνισμό στον τραπεζικό τομέα και διεύρυνε τις δυνατότητες χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.