Δυναμικό μήνυμα για τη βιωσιμότητα της χημικής βιομηχανίας στην Ευρώπη εξέπεμψαν οι συμμετέχοντες σε πρόσφατη εκδήλωση του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ), με θέμα «Προκλήσεις και προοπτικές της χημικής βιομηχανίας σε περίοδο γεωπολιτικών ανακατατάξεων».
Όλοι οι συμμετέχοντες συμφώνησαν στην ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας, δεδομένου του εξελισσόμενου γεωπολιτικού τοπίου.
Για να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα του τομέα και να επιτευχθεί η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές, έρευνα και καινοτομία, συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, καθώς και στήριξη από την Πολιτεία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές οι προκλήσεις απαιτούν άμεσες και συντονισμένες ενέργειες.
Ο ευρωπαϊκός τομέας σε κίνδυνο
Ο Γιώργος Καπανταϊδάκης, διευθυντής Βιομηχανικής Πολιτικής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας (CEFIC), τόνισε ότι η πολιτική ατζέντα στην Ευρώπη έχει αλλάξει, δίνοντας προτεραιότητα στα ζητήματα ανταγωνιστικότητας.
«Η Ευρώπη αναγνωρίζει τη σημασία του τομέα οποίος είναι ο 5ος μεγαλύτερος στην κατασκευή, με 30.000 επιχειρήσεις, 1,2 εκατ. εργαζόμενους και τζίρο 655 δισ. ευρώ. Η πράσινη μετάβαση είναι αδύνατη χωρίς τη χημική βιομηχανία» πρόσθεσε.
Παρόλα αυτά, η ανταγωνιστικότητα του τομέα έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Cefic, με τους βασικούς παράγοντες να περιλαμβάνουν την αύξηση του ενεργειακού κόστους και των διοικητικών βαρών.
Σύμφωνα με την Eurostat, ο τομέας παραμένει σε ύφεση, με κλάδους που εξαρτώνται από προϊόντα της χημικής βιομηχανίας, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, να αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις.
Η ενεργειακή δαπάνη παραμένει υψηλή σε σχέση με την Αμερική, με αναλογία 1:3. Ωστόσο, το 2024 ήταν αναμενόμενα καλύτερο για την ελληνική χημική βιομηχανία, αν και τα πρώτα στοιχεία του 2025 δείχνουν μείωση 2,6%.
Καταλήγοντας, ο κ. Καπανταϊδάκης επεσήμανε ότι η χημική βιομηχανία αντιμετωπίζει κρίσιμα ζητήματα και ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχει χάσει περίπου το 4% της δυναμικότητάς της. «Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, 150.000-200.000 θέσεις εργασίας θα κινδυνεύουν μέχρι το τέλος της 5ετίας» τόνισε.
Ανθεκτικότητα από την ελληνική πλευρά
Από την ελληνική πλευρά, επισημάνθηκε ότι η χημική βιομηχανία είναι ένας από τους πιο ανθεκτικούς και εξωστρεφείς τομείς της μεταποίησης.
Η Ελλάδα είναι μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στον τομέα, με τον τομέα των βασικών χημικών να παρουσιάζει ετήσια ανάπτυξη 5,5% την τελευταία πενταετία, ενώ οι εξαγωγές ανέρχονται σε πάνω από 67% της συνολικής παραγωγής, επιβεβαιώνοντας την ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα του κλάδου.
Ο διευθυντής του Τομέα Βιομηχανίας, Ενέργειας & Πράσινης Μετάβασης του ΣΕΒ, Χρήστος Βασιλάκος, τόνισε ότι «η ελληνική χημική βιομηχανία αποδεικνύει ταχύτερη ανάπτυξη σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ε.Ε., με την προστιθέμενη αξία να φτάνει τα 29,1 δισ. ευρώ το 2024 από 20,3 δισ. το 2020. Αυτή η ανάπτυξη έχει πολλαπλασιαστική επίδραση στην εθνική οικονομία».
«Είναι κλάδος σταθερών επενδύσεων, με τη μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα» υπογράμμισε ο κ. Βασιλάκος, προσθέτοντας ότι «παρά τις θετικές εξελίξεις, δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού. Πρέπει να αντιδράσουμε στα νέα δεδομένα για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου».
Ο πρόεδρος του ΣΕΧΒ, Αλέξανδρος Κατραούζος, υπογράμμισε ότι το μέλλον της χημικής βιομηχανίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εξαρτάται από την ανταγωνιστικότητα.
«Πρέπει να ενισχύσουμε την παρουσία της ελληνικής χημικής βιομηχανίας στην Ε.Ε. και να συμβάλουμε στη ευημερία της ελληνικής κοινωνίας. Ο τομέας έχει δυνατότητες για αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και των εξαγωγών» δήλωσε ο κ. Κατραούζος.
Ο Πέτρος Βαρελίδης, γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος & Υδάτων του ΥΠΕΝ, υπογράμμισε τη σημασία της χημικής βιομηχανίας για το ελληνικό ΑΕΠ, αναφέροντας ότι η αντίληψη της βιομηχανίας παραμένει αρνητική στην κοινωνία. Αυτός είναι ο λόγος που, όπως ανέφερε, «διατηρούμε διάλογο με τους φορείς για την αποσυμφόρηση της γραφειοκρατίας και την αντιμετώπιση των τοπικών περιορισμών».