Κάτι έχει σπάσει μέσα μας. Η βία έχει πάψει να είναι το έσχατο καταφύγιο των απελπισμένων και έχει μετατραπεί σε αυθόρμητη αντίδραση κάθε θυμωμένου — όχι απαραίτητα αυτού που έχει αδικηθεί.
Δεν απαιτείται πια σοβαρός λόγος. Αρκεί μια τυχαία διαφωνία, μια παρατήρηση στον δρόμο, μια προτροπή για υπομονή ή απλώς μια λάθος ματιά. Και η σπίθα ανάβει. Το ξέσπασμα είναι αναπόφευκτο. Σε καθημερινή βάση, σε κάθε γωνιά της χώρας, άνθρωποι προτιμούν να χρησιμοποιούν τις γροθιές τους αντί για λόγια. Ο θυμός διαρκώς ξεχειλίζει και ψάχνει για στόχο — οποιοδήποτε στόχο.
Στην Πετρούπολη, ένας άνδρας χτύπησε μια 46χρονη γυναίκα χθες γιατί «του πήρε τη σειρά» σε διασταύρωση δρόμων. Μόλις 24 ώρες πριν, στο κέντρο της Αθήνας, τρεις «μάγκες» προσέβαλαν με απίστευτη βία υπάλληλο καθαριότητας, απαιτώντας να περιμένουν για την ασφάλεια όλων. Στη Θεσσαλονίκη, πριν από περίπου έναν μήνα, τέσσερις άνδρες επιτέθηκαν σε έναν γιατρό μέσα στο αυτοκίνητό του, μπροστά στο τρίχρονο παιδί του, που τρόμαξε.
Άλλοι μπορεί να τα δουν γρήγορα ως απλή είδηση σε μια επικαιρότητα γεμάτη κακά νέα. Ίσως να τα εκλάβουν ως μεμονωμένα περιστατικά. Όμως, έχουν γίνει όλο και πιο συνήθη.
Αποτελούν καθρέφτη μιας κοινωνίας σε ψυχική ασφυξία. Μιας κοινωνίας εξαντλημένης και ανασφαλούς. Που δεν αντέχει πια την αναμονή, τη διαφωνία, τη συνύπαρξη. Δεν ξέρουμε να μιλάμε χωρίς να φωνάζουμε. Δεν ξέρουμε να διαφωνούμε χωρίς να προσβάλλουμε. Δεν ξέρουμε να διαχειριζόμαστε το άδικο χωρίς να επιφέρουμε τιμωρία με τη βία.
Το πιο ανησυχητικό; Αρχίζουμε να το θεωρούμε κανονικότητα. Να ζούμε μέσα σε αυτή τη βία και να μην εκπλησσόμαστε. Όταν πάψουμε να σοκαριζόμαστε, θα είναι αργά. Τότε, δεν θα έχει σπάσει απλώς κάτι μέσα μας. Όλα θα έχουν καταρρεύσει.