Ο Ντόναλντ Τραμπ μας είχε προετοιμάσει για τη «στιγμή της αλήθειας». Αυτή τη στιγμή που ο Πούτιν θα έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην ειρήνη και τις συνέπειες. Ωστόσο, όταν τελικά μίλησε με τον Ρώσο πρόεδρο για δύο ώρες στις 19 Μαΐου, δεν προέβη σε καμία προειδοποίηση ή τελεσίγραφο.
Αντιθέτως, χαρακτήρισε τη συζήτηση «εξαιρετική» και δήλωσε ότι η Ρωσία και η Ουκρανία θα αρχίσουν «άμεσα» διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός—παρόλο που δεν υπήρξε συμφωνία. Η εικόνα ήταν σαφής: ένας Αμερικάνος πρόεδρος που ούτε ασκεί πίεση ούτε επιβάλλει όρους, αλλά επιλέγει την ελπίδα.
Αυτή η προσέγγιση ευνοεί μόνο το Κρεμλίνο, σύμφωνα με την ερμηνεία όλων των ευρωπαϊκών και αμερικανικών μέσων. Ο Πούτιν έχει δηλώσει ότι δεν θα σταματήσει τις επιχειρήσεις πριν συμφωνηθούν οι βασικές προϋποθέσεις ενός τελικού ειρηνευτικού σχεδίου, που περιλαμβάνουν τη δέσμευση ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την παράδοση τεσσάρων περιοχών. Ο Ζελένσκι τα απορρίπτει και ζητά άμεση, άνευ όρων εκεχειρία 30 ημερών με διεθνή μεσολάβηση και ισχυρή αμερικανική συμμετοχή. Ο Τραμπ, ακολουθώντας τη διαίσθησή του, προτιμά να αφήσει τη διαδικασία στους δύο ενδιαφερομένους και να αναλάβει ρόλο παρατηρητή.
Σύμφωνα με το CNN, αυτή η στάση δεν έχει οδηγήσει σε καμία πρόοδο, αλλά «δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Τραμπ είναι ικανοποιημένος με όσα άκουσε από τον Πούτιν, ακόμη κι αν δεν άλλαξε καθόλου τη θέση του». Ο Ζελένσκι φάνηκε ανήσυχος. Παρά τη διπλωματική του γλώσσα, σε κοινή δήλωση με Ευρωπαίους ηγέτες μετά την τηλεδιάσκεψη με τον Τραμπ, υπογράμμισε ότι η αμερικανική συμμετοχή είναι «κρίσιμη» και ότι χωρίς αυτήν «μόνο ο Πούτιν επωφελείται».
Η παγίδα
Ο Economist παρατηρεί ότι ο Τραμπ βρίσκεται σε μια αδιέξοδη κατάσταση: αγαπά τις διαπραγματεύσεις, αλλά δεν αντέχει την πίεση χωρίς ανταπόκριση. «Αναρωτιέται αν ο Πούτιν τον “δουλεύει”, αλλά του δίνει χρόνο», αναφέρει. «Μπορεί να φαίνεται αδύναμος και αφελής». Την ίδια στιγμή, ορισμένα μέλη του επιτελείου του, όπως ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, αναφέρουν την πιθανότητα πλήρους αποχώρησης των ΗΠΑ από τη διαδικασία: «Δεν θα κάνουμε κύκλους επ’ άπειρον. Θέλουμε αποτελέσματα», δήλωσε ο Βανς φεύγοντας από τη Ρώμη.
Το BBC επισημαίνει την αντίφαση: ενώ πέρυσι ο Τραμπ υποσχέθηκε να τελειώσει τον πόλεμο σε «24 ώρες», τώρα φαίνεται να ελπίζει ότι οι δύο πλευρές «θα βρουν έναν τρόπο» — ίσως και με τη βοήθεια του Πάπα. Ωστόσο, οι «συζητήσεις για μελλοντικά μνημόνια» δεν συνιστούν πραγματικό ειρηνευτικό σχέδιο.
Προχωράμε σε υποχώρηση;
Η εντύπωση στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι ότι ο Αμερικανός πρόεδρος οδηγείται σε μια «ημι-αποχώρηση»: μια ειρήνη σε επίπεδο λόγων, χωρίς εγγυήσεις, πιέσεις ή κυρώσεις. Στην τηλεδιάσκεψη που ακολούθησε το τηλέφωνο με τον Πούτιν, στην οποία συμμετείχαν ηγέτες από τη Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και άλλες χώρες, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι ο Πούτιν δεσμεύτηκε να παρουσιάσει ένα «ειρηνευτικό υπόμνημα».
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες φάνηκαν σκεπτικοί. Όπως αποκάλυψε το Axios, υπήρξε μια σιωπή πριν ο Ζελένσκι θυμίσει ότι οι διαπραγματεύσεις είχαν ήδη αρχίσει από την προηγούμενη εβδομάδα στην Κωνσταντινούπολη και ότι ο Πούτιν δεν προσέφερε τίποτα νέο.
Ειρηνοποιός ή παγιδευμένος;
Ο Τραμπ εξακολουθεί να βλέπει τον εαυτό του ως τον μοναδικό ειρηνοποιό. «Όλη μου η ζωή είναι μια συμφωνία», δήλωσε μετά τη συνομιλία. Υποσχέθηκε οικονομικά κίνητρα στη Ρωσία αν επιτευχθεί συμφωνία, αλλά δεν ανέφερε τίποτα για νέες κυρώσεις ή στρατιωτική υποστήριξη για την Ουκρανία. Όπως παρατήρησε το CNN, η έλλειψη απειλής αφαιρεί πίεση από τον Πούτιν, ο οποίος, σύμφωνα με τον επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας, δήλωσε στις συνομιλίες με Ουκρανούς αξιωματούχους: «Πολεμήσαμε τους Σουηδούς για 21 χρόνια. Πόσο έτοιμοι είστε να πολεμήσετε;»
Το ερώτημα δεν είναι αν ο Τραμπ επιθυμεί την ειρήνη — την επιθυμεί. Όχι μόνο για να σταματήσει η αιματοχυσία, αλλά και για να ενισχύσει το διεθνές του προφίλ ως επικεφαλής που φέρνει λύσεις. Ωστόσο, το πραγματικό ερώτημα είναι πώς την κατανοεί. Θέλει μια ειρηνική εικόνα, αλλά αποφεύγει το πολιτικό και στρατηγικό κόστος. Επιδεικνύει συνεχείς παλινωδίες απέναντι στην Ουκρανία, δεν επιβάλλει νέες κυρώσεις στη Ρωσία, δεν ασκεί πραγματική πίεση σε κανέναν και δεν απαιτεί βασικούς όρους. Επιπλέον, δεν έχει χρονοδιάγραμμα. Γι’ αυτό φαίνεται τόσο αδύναμος απέναντι στον Πούτιν.
Από τη στιγμή που θέτει ως προτεραιότητα τον τερματισμό του πολέμου — χωρίς να αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα του θέματος — έχει εγκλωβιστεί ανάμεσα σε τρεις επιλογές: να εντείνει την «πολιορκία», να αποσυρθεί, ή να στραφεί εναντίον του άλλου. Προς το παρόν, δεν κινείται προς καμία κατεύθυνση. Και αυτό, ίσως, είναι αρκετό για τη Μόσχα.