Ο πρόεδρος του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, Χρήστος Παπαδημητρίου, προέβη σε σημαντικές αποκαλύψεις σχετικά με το πόρισμα για τα Τέμπη, κατά τη διάρκεια της εκπομπής «Πρόσωπο με Πρόσωπο» του ΑΝΤ1, με τον Νίκο Χατζηνικολάου.
«Ο ελληνικός σιδηρόδρομος έχει εγκαταλειφθεί ουσιαστικά από το 2009-2010 και τα μνημόνια», επισήμανε ο κ. Παπαδημητρίου και πρόσθεσε: «Είναι απόφαση του ελληνικού κράτους που διαρκεί δεκαετίες, να μην επενδύσει τα απαραίτητα κεφάλαια στον σιδηρόδρομο. Κατατάσσομαστε στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη για τις επενδύσεις ανά χιλιόμετρο σιδηροδρομικής γραμμής. Αυτή η κατάσταση επιδεινώθηκε από τα μνημόνια, όταν ο ΟΣΕ μείωσε το προσωπικό του στο 30% του αναγκαίου, φτάνοντας σε κρίσιμο σημείο ασφαλείας. Έμπειροι σταθμάρχες και ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό μετακινήθηκαν σε άλλες υπηρεσίες λόγω της πτώχευσης του κράτους, η οποία είναι συνέπεια των μνημονίων. Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με την έλλειψη συντήρησης, οργάνωσης, κατάλληλης εκπαίδευσης και τιμωρίας ή επιβράβευσης του προσωπικού από τον ΟΣΕ, και τον μη εκσυγχρονισμό των συστημάτων επικοινωνίας – καθώς ακόμη στηρίζουμε την ασύρματη επικοινωνία – έχει δημιουργήσει μια κουλτούρα ασφάλειας που έλειπε από όλους τους φορείς των σιδηροδρόμων. Ο γενικός κανονισμός stipulce ότι οι ταχύτητες του δικτύου πρέπει να καθορίζονται βάσει της κατάστασης του δικτύου», παρατήρησε.
Απαντώντας στην ερώτηση της Κάτιας Μακρή σχετικά με την αδειοδότηση της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων για την κυκλοφορία τρένων με ταχύτητα 160 χιλιομέτρων, ο κ. Παπαδημητρίου δήλωσε: «Η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων είναι αρμόδια για την ασφάλεια στον σιδηρόδρομο. Οι ταχύτητες των τρένων καθορίζονται σύμφωνα με τον εθνικό κανονισμό, ο οποίος απαιτεί να προσαρμόζονται στις συνθήκες. Όταν απουσιάζει η φωτοσήμανση, αυτός ο περιορισμός δεν τηρείται. Ο τελευταίος, αείμνηστος, συνάδελφος του ΟΣΕ, Ιωάννης Χρυσάκης, είχε προτείνει να οριστεί το όριο στα 80 χιλιόμετρα στην απουσία συστημάτων ασφαλείας, αλλά η τότε διοίκηση δεν το επέτρεψε, υποστηρίζοντας ότι θα οδηγούσε στο κλείσιμο του σιδηροδρόμου. Έτσι, τα τρένα συνέχιζαν να κυκλοφορούν με αυξημένο κίνδυνο και παρά τη δύσκολη κατάσταση που βίωνε το προσωπικό, δεν τιμωρούνταν οι παραβάτες των κανόνων ασφαλείας. Αν οι επικοινωνίες είχαν γίνει σωστά, το τραγικό αυτό δυστύχημα θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί», εξήγησε.
Σε ερώτηση για το τι θα συνέβαινε αν υπήρχε τηλεδιοίκηση, ο πρόεδρος του ΕΟΔΑΣΑΑΜ ανέφερε: «Αν υπήρχε τηλεδιοίκηση, είναι πολύ πιθανό ότι το δυστύχημα δεν θα πραγματοποιούνταν, καθώς τότε θα υπήρχε επιπλέον ασφάλεια. Γι’ αυτό τα συστήματα ασφαλείας είναι απαραίτητα στον σιδηρόδρομο, καθώς οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν λάθη».
Σε σχέση με την ύπαρξη εύφλεκτων υγρών στα δύο πρώτα βαγόνια και τα συμπεράσματα από το Πανεπιστήμιο της Γάνδης, ο κ. Παπαδημητρίου δήλωσε: «Η Επιτροπή εξέτασε σοβαρά το θέμα της πυρόσβεσης καθώς, ανεξαρτήτως αριθμού, κάθε άνθρωπος που έχασε τη ζωή του από τη φωτιά είναι σημαντικός. Τα επικίνδυνα φορτία, όπως τα καύσιμα, απαιτούν ειδικούς κανόνες μεταφοράς, οι οποίοι δεν τηρήθηκαν στην παρούσα περίπτωση. Η διαδικασία είναι πολύπλοκη και, αν και δεν είμαι χημικός μηχανικός, οι ειδικοί της Επιτροπής προσέφυγαν σε ανώτατα πανεπιστήμια του εξωτερικού με ελάχιστα στοιχεία διαθέσιμα, όπως μια δειγματοληψία που έγινε 29 ημέρες μετά από το γεγονός», πρόσθεσε.
Απαντώντας σε ερώτηση αν η Επιτροπή αποδέχθηκε τα πρόσφατα βίντεο της αμαξοστοιχίας, ο κ. Παπαδημητρίου σημείωσε: «Τα μέλη της Επιτροπής δήλωσαν ότι θα δεχτούν αυτά τα βίντεο ως υπόθεση εργασίας και γι’ αυτό εκδώσαμε το πόρισμά μας χωρίς καθυστέρηση. Ακολουθώντας τη μέθοδο της υπολογιστικής ρευστοδυναμικής, επιβεβαίωσαν μέσω ξένων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων ότι είναι μια έγκυρη μέθοδος, αν και δυο χρόνια μετά και με απώλεια πληροφοριών από το χώρο του δυστυχήματος, δεν μπορεί να υπάρξει επιστημονική βεβαιότητα», εξήγησε.
Αναφορικά με πιθανή θέση του εύφλεκτου υγρού, ο κ. Παπαδημητρίου είπε: «Έχουμε ακούσει ότι μπορεί να βρισκόταν στη δεύτερη μηχανή, καθώς υπήρχε χώρος για αυτό».
Σχετικά με την απουσία μέρους της πλατφόρμας με τις λαμαρίνες από την εμπορική αμαξοστοιχία, ο κ. Παπαδημητρίου ανέφερε: «Είναι αυτό το κομμάτι που λείπει και θεωρούμε ότι έχει κρυφτεί κάτω από το εστιατόριο όπου και έχει καεί. Είναι το πίσω μέρος της μηχανής, το οποίο έχει αποκολληθεί. Αν υπάρχει κάπου, είναι πιθανό να είναι λιωμένο και καμμένο κάτω από το εστιατόριο».