Στην καθιερωμένη του προσφώνηση («σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα!») ο Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε σε άλλη μια ανατροπή της δασμολογικής πολιτικής του, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα μια καινούργια πρόκληση για τις αγορές.
Ωστόσο, η πρόσφατη προειδοποίηση του Αμερικανού προεδρικού υποψηφίου δεν πείθει όλους τους αναλυτές για την υλοποίησή της, παρά τον έντονο τόνο που χρησιμοποίησε: «Οι διαπραγματεύσεις είναι άκαρπες! Σας προτείνω άμεσο δασμό 50% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να ισχύσει από την 1η Ιουνίου 2025», ανακοίνωσε στο Truth, με έντονη απογοήτευση.
Αν εφαρμοστούν αυτοί οι δασμοί, θα είναι διπλάσιοι από το ποσοστό που είχε ανακοινώσει ο Τραμπ κατά την λεγόμενη «Ημέρα Απελευθέρωσης» στις 2 Απριλίου.
Οι συνέπειες ενός τέτοιου δασμού θα είναι ιδιαίτερα επώδυνες για τις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η Capital Economics εκτιμά ότι αν επιβληθεί δασμός 50% στις εισαγωγές της ΕΕ, το γερμανικό ΑΕΠ θα μπορούσε να μειωθεί κατά 1,7% μέσα σε τρία χρόνια, ενώ το ιρλανδικό κατά 4%.
Παρά την απειλή αυτή, αρκετοί αναλυτές την θεωρούν κυρίως ως μέσο πίεσης του Τραμπ προς την ΕΕ.
Η πρόοδος δημιουργεί την αμνησία
«Πιστεύουμε ότι δεν θα ισχύσει αυτή η δασμολογική πολιτική, καθώς ο πρόεδρος θα επικαλεστεί την πρόοδο στις συνομιλίες μέχρι την 1η Ιουνίου», αναφέρει η συμβουλευτική εταιρεία Signum Global Advisers.
Βέβαια, η νέα κίνηση του προεδρικού υποψηφίου αμφισβητεί ξανά τη συμβατική σοφία που επικρατούσε σε ορισμένους ρεπουμπλικάνους γι’ αυτόν, ότι οι αγορές θα υποστήριζαν τον Τραμπ, όπως δήλωσε ο Άντριου Πιζ της Russell Investments στους Financial Times.
Τον περασμένο Απρίλιο, οι ΗΠΑ είχαν επιβάλει δασμό 20% στα περισσότερα προϊόντα της ΕΕ, τον οποίο μείωσαν στο μισό ως τις 8 Ιουλίου, ώστε να δοθεί χρόνος για συνομιλίες. Ωστόσο, οι δασμοί στο χάλυβα, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα παρέμειναν στο 25%, ενώ έχουν υποσχεθεί σε παρόμοιες …ταρίφες και για φαρμακευτικά προϊόντα, ημιαγωγούς και άλλα ευρωπαϊκά αγαθά.
Πώς αντιδρά η Ευρώπη;
(Όπως πάντα), καθυστερεί. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βρίσκεται σε διαβούλευση για να εξετάσει την πιθανότητα να ανοίξει μια λίστα δασμών 95 δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα περιλαμβάνει αεροσκάφη της Boeing και αυτοκίνητα, καθώς και μπέρμπον.
Ωστόσο, οι κινήσεις του Τραμπ είναι μια «υπενθύμιση ότι η εμπορική αβεβαιότητα παραμένει έντονη», σύμφωνα με τον Kasper Elmgreen της Nordea Asset Management. «Κάθε μέρα που δεν έχουμε συμφωνία, κινδυνεύουμε από σοβαρές οικονομικές ζημίες».
Αμερικανοί αξιωματούχοι εκφράζουν απογοήτευση για την αποτυχία της ΕΕ να προσφέρει τις απαραίτητες παραχωρήσεις. Ο Υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Χάουαρντ Λάτνικ δήλωσε ότι είναι «αδύνατο» να διαπραγματευτεί κανείς με τις Βρυξέλλες.
Η Ουάσινγκτον απαιτεί από τις Βρυξέλλες να μειώσουν τα μη δασμολογικά εμπόδια στις εισαγωγές, προκειμένου να περιοριστεί το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Ευρώπη, το οποίο ανήλθε σε 192 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024.
Η ανάρτηση του Τραμπ έρχεται σε αντίθεση με πρόσφατες κινήσεις της κυβέρνησής του για να εκτονώσει τις εμπορικές εντάσεις με το Πεκίνο, νωρίτερα μέσα στον μήνα. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης κλείσει μια εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις με άλλες χώρες προχωρούν αργά και οι αξιωματούχοι του Τραμπ έχουν υποδείξει ότι θα υιοθετήσουν ξανά μια πιο σφιχτή πολιτική, προειδοποιώντας ότι οι χώρες που δεν διαπραγματεύονται «καλή τη πίστει» θα αντιμετωπίσουν υψηλότερους δασμούς.
Περίοδος σταμάτας – ξεκίνα
Η στυγνή πολιτική «σταμάτα – ξεκίνα» του Τραμπ αναμένεται να συνεχίσει να πλήττει την καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ και έχει εντείνει τους φόβους των επενδυτών για πληθωριστικές πιέσεις και παγκόσμια οικονομική ύφεση.
«Είναι σε αρκετό βαθμό εντυπωσιακό ότι η ΕΕ τώρα αντιμετωπίζει έναν πολύ πιο υψηλό δασμό σε σύγκριση με την Κίνα, κάτι που φάνταζε αδιανόητο πριν από λίγες εβδομάδες», αναφέρει η Lindsay James της Quilter.
Αυτό υποδηλώνει ότι μεγάλο μέρος αυτής της πολιτικής είναι τιμωρητική, αντί να αποσκοπεί στη δημιουργία οικονομικής αξιοπιστίας.
Ένας δασμός 50% στις εισαγωγές της ΕΕ θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών, από γερμανικά αυτοκίνητα μέχρι ελαιόλαδο.
Οι συνολικές εξαγωγές της ΕΕ προς τις Ηνωμένες Πολιτείες πέρυσι ανήλθαν σε περίπου 500 δισεκατομμύρια ευρώ, με τη Γερμανία στην κορυφή (161 δισεκατομμύρια ευρώ), ακολουθούμενη από την Ιρλανδία (72 δισεκατομμύρια ευρώ) και την Ιταλία (65 δισεκατομμύρια ευρώ).
Μεταξύ των μεγαλύτερων εξαγωγών περιλαμβάνονται φαρμακευτικά προϊόντα, αυτοκίνητα και ανταλλακτικά, χημικά προϊόντα και αεροσκάφη, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ.
Μια μη αγαπημένη περιοχή
«Η ΕΕ είναι μια από τις λιγότερο αγαπημένες περιοχές του Τραμπ και οι σχέσεις του με τους ηγέτες της είναι δύσκολες, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα παρατεταμένου εμπορικού πολέμου», θεωρεί η Κάθλιν Μπρουκς της XTB.
Οι μετοχές των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών και εταιρειών πολυτελείας, που διατρέχουν σημαντικούς κινδύνους από τους δασμούς, υποχώρησαν. Οι Porsche και Mercedes έδειξαν πτώση από 2% μέχρι 4,5% το μεσημέρι της Παρασκευής, ενώ η EssilorLuxottica σημείωσε πτώση 5,5%.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Volvo Cars, Χάκαν Σάμουελσον, δήλωσε στο Reuters ότι οι καταναλωτές πιθανόν να να κληθούν να πληρώσουν μεγάλο μέρος των αυξήσεων κόστους που σχετίζονται με τους δασμούς, καθώς μπορεί να καταστεί αδύνατο να εισαχθούν τα μικρότερα αυτοκίνητά της στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, παρέμεινε αισιόδοξος ότι η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα καταλήξουν σύντομα σε συμφωνία, δηλώνοντας: «Πιστεύω ότι θα υπάρξει σύντομα μια συμφωνία. Δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της Ευρώπης ούτε των ΗΠΑ να σταματήσουν το εμπόριο».
Αρνητικό κλίμα στη Wall Street
Στις χρηματιστηριακές αγορές επικρατεί ήδη αρνητικό κλίμα.
Ο Dow Jones χάνει 143 μονάδες ή 0,4%, ο S&P 500 υποχωρεί κατά 0,4%, ενώ ο Nasdaq κινείται 0,6% χαμηλότερα.
Η μετοχή της Apple σημειώνει πτώσεις άνω του 2%, εν μέσω των απειλών εκανανδροτάγμγ’. Οι πιέσεις επηρεάζουν και άλλες τεχνολογικές εταιρείες: η Micron και η Qualcomm χάνουν περίπου 2%, ενώ η Nvidia υποχωρεί 1%.
Πιο σημαντική είναι η πτώση των ευρωπαϊκών μετοχών, με τους κύριους δείκτες να κλείνουν με μεγάλες απώλειες. Στη Φραγκφούρτη, ο DAX μειώθηκε κατά 1,54%, στο Παρίσι ο CAC 40 καταγράφηκε πτώση 1,65% και στο Μιλάνο ο FTSE MIB βυθίστηκε σχεδόν 2%. Οι ρευστοποιήσεις επικεντρώθηκαν σε αυτοκινητοβιομηχανίες, τράπεζες και πολυτελείς ομίλους.
Οι επενδυτές στρέφονται σε ασφαλή καταφύγια: το δολάριο υπόκειται σε πιέσεις έναντι του ελβετικού φράγκου και του γιεν, ενώ οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων μειώνονται. Η τιμή του χρυσού αυξάνεται.