Η Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί σε βασικό παραγωγό «πράσινου» υδρογόνου στην Ε.Ε., σύμφωνα με νέα μελέτη από τις εταιρείες E3-Modelling και RICARDO για τη γερμανική GIZ. Η μελέτη αυτή εξετάζει τη δυνατότητα εφοδιασμού της γερμανικής αγοράς και πέρα από αυτήν.
Όπως αναφέρουν πηγές που γνωρίζουν τη μελέτη και μίλησαν στη «Ν», η ανάλυση περιλαμβάνει τρία κύρια μέρη: το πρώτο αφορά την προοπτική κατανάλωσης υδρογόνου στην ελληνική αγορά, το δεύτερο την εκτίμηση κόστους και το τρίτο τη δυνατότητα εξαγωγών, κυρίως προς τη Γερμανία. Αν και τα αποτελέσματα είναι ακόμα πρώιμα, οι εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει εξαγωγέας υδρογόνου από το 2035, με ενδεχόμενες επενδύσεις 1,5 δισ. ευρώ κάθε πέντε χρόνια κατά την περίοδο 2035-2050.
Σημειώνεται επίσης ότι η μελέτη αποτελεί συνέχεια αποκεντρωμένου σχεδιασμού του Δημόσιου Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ), ο οποίος εξετάζει τις προοπτικές της χώρας στην ευρωπαϊκή αγορά υδρογόνου, καθώς οι χώρες αναζητούν τη θέση τους σε αυτήν.
Ο ΔΕΣΦΑ έχει διεξάγει δική του μελέτη με παρόμοια «αισιόδοξα» αποτελέσματα, εστιάζοντας στις εξαγωγές προς τη Γερμανία μέσω του διασυνδετήριου αγωγού με τη Βουλγαρία και το υπόλοιπο δίκτυο προς βόρεια.
Ο Διάδρομος
Το σχέδιο ανήκει στον Νοτιοανατολικό Διάδρομο Υδρογόνου, με την Ελλάδα να είναι η αφετηρία για τη μεταφορά καυσίμου προς την Κεντρική Ευρώπη, αξιοποιώντας υποδομές στις διαμεσολαβητές χώρες. Αυτή η πρωτοβουλία περιλαμβάνει συνεργασία μεταξύ διαχειριστών από Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Τσεχία και Γερμανία.
Υπό έναν όρο
Το βασικό στοιχείο που επιβεβαιώνει και η δεύτερη μελέτη είναι το πιο ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής «πράσινου» υδρογόνου στην Ελλάδα, λόγω της υψηλής απόδοσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
Η Ελλάδα διαθέτει πλούσιο ηλιακό και αιολικό δυναμικό με σημαντική χωρητικότητα σε αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα. Ωστόσο, το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας παραμένει εμπόδιο για την παραγωγή «πράσινου» υδρογόνου χωρίς επιπλέον επιδοτήσεις. Παρά τις προοπτικές ανάπτυξης, η αγορά επηρεάζεται από τις ενεργειακές αβεβαιότητες.
Τα μέτρα στήριξης
Πηγές της αγοράς προτείνουν να θεσπιστεί ευνοϊκό καθεστώς για τις μονάδες παραγωγής υδρογόνου, με στόχο να μειωθούν οι επιβαρύνσεις. Επιπλέον, είναι αναγκαία κίνητρα για συμφωνίες πρόσβασης στην αγορά ενέργειας και υποστηρικτικά μέτρα για τη σταθερή τιμή ενέργειας.
Οι βέλτιστοι όροι
Η ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας θα εξασφαλίσει την Ελλάδα στον υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκό χάρτη «πράσινου» υδρογόνου. Αυτή η διάσταση συνδέεται με την κατασκευή επιπλέον υποδομών και νέα δίκτυα, ώστε να υπάρχει ικανότητα μεταφοράς.
Η συζήτηση αυτή είναι περίπλοκη, όπως παρομοιάζεται, με την «κότα και το αυγό», αλλά είναι κρίσιμη για τη συγχρονισμένη ανάπτυξη υποδομών και προώθηση της υδρογονοοικονομίας.
Η τεχνολογία υδρογόνου είναι ακόμα σε στάδιο ανάπτυξης. Ωστόσο, μαθήματα από άλλες «πράσινες» τεχνολογίες μπορεί να βοηθήσουν την Ελλάδα να παραμείνει εντός του παιχνιδιού, καθώς ο τομέας αναμένεται να επεκταθεί τα επόμενα χρόνια.
Η Γερμανία έχει εξαγγελθεί σημαντικές ανάγκες εισαγωγής υδρογόνου, καταδεικνύοντας τη στρατηγική σημασία της συνεργασίας με την Ελλάδα.
Η εκκρεμότητα του ρυθμιστικού
Τα αποτελέσματα των μελετών δείχνουν ότι οι προβλέψεις για τη χώρα είναι θετικές και υπογραμμίζουν την ανάγκη ταχύτητας στον εθνικό σχεδιασμό για την οικοδόμηση της αγοράς υδρογόνου.
Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προετοιμάζει νομοσχέδιο για το ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς υδρογόνου, οι λεπτομέρειες του οποίου θα καθοριστούν σε μεταγενέστερο στάδιο.
Η νομοθέτηση προγραμματίζεται για Ιούνιο, συνδεδεμένη με τα αιτήματα του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι προοπτικές της εγχώριας κατανάλωσης
Η εγχώρια κατανάλωση αναμένεται να εστιαστεί στον τομέα διύλισης και στις μεταφορές, με μικρότερο όγκο απορρόφησης στην Ελλάδα. Οι ανάγκες απανθρακοποίησης είναι το σημαντικό πεδίο όπου το υδρογόνο μπορεί να συνεισφέρει.
Η χρήση του υδρογόνου μπορεί να αυξήσει τη δυναμική των συνθετικών καυσίμων, καθιστώντας τα ανταγωνιστικά με τα συμβατικά. Υπενθυμίζεται ότι υπάρχει ευρωπαϊκή υποχρέωση για παραγωγή πράσινων καυσίμων έως το 2030.
Η μελέτη έχει ήδη παρουσιαστεί στη Γερμανία, ενισχύοντας τους σχεδιασμούς για συνεργασία με το υπουργείο.