Σήμερα, Δευτέρα 12 Μαΐου, σύμφωνα με το εορτολόγιο, γιορτάζουν όσοι φέρουν τα ονόματα: Επιφάνειος, Επιφάνιος, Επιφανία, Θεόδωρος, Θοδωρής, Θόδωρος, Θεοδώρα, Δώρα, Θοδώρα, Δωρούλα, Ντόρα*.
*Τα παραπάνω ονόματα έχουν και άλλη ημερομηνία γιορτής.
Άγιος Επιφάνιος, Επίσκοπος Κωνσταντίας και Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε σε μία πάμπτωχη οικογένεια Ιουδαίων αγροτών στο χωριό Βησανδούκη (ή Βησανδούκ), κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης γύρω στο 310 μ.Χ. (Η παράδοση της Κύπρου αναφέρει ότι γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη, της Μαραθάσας, και μεγάλωσε στη Βησανδούκη). Οι γονείς του είχαν και μία κόρη, την Καλλίτροπο.
Μετά τον θάνατο των γονέων του, και σε ηλικία δέκα ετών, ο Επιφάνιος προσέλκυσε τον χριστιανισμό από δύο αναγνωρίσιμους μοναχούς, τον Λουκιανό και τον Ιλαρίωνα. Επτά μέρες μετά το βάπτισμά του, φρόντισε την αδελφή του και αποσύρθηκε στην έρημο της Παλαιστίνης. Εκεί έζησε κοινούς με σπουδαίους ασκητές, ακολουθώντας τον βίο της εγκράτειας και της πνευματικής άσκησης. Η φήμη και οι αρετές του γρήγορα διαδόθηκαν, και το 367 μ.Χ. αναδείχθηκε Επίσκοπος Κωνσταντίας. Έφθασε στην Κύπρο με θαυματουργό τρόπο, όταν το πλοίο του, που πήγαινε προς την Παλαιστίνη, βρέθηκε στη νήσο λόγω τρικυμίας.
(Αρχικά, η Κωνσταντία ονομαζόταν Σαλαμίνα. Ιδρύθηκε από τον Τεύκρο, ήρωα του Τρωικού πολέμου, και καταστράφηκε από σεισμό τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ανακατασκευάστηκε από τον γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Κωνστάντιο, και έγινε έδρα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου μέχρι την κατάκτηση του 1191 μ.Χ. από τους Φράγκους. Σήμερα, η έδρα βρίσκεται στη Λευκωσία.)
Από τη θέση του, ο Άγιος άρχισε να ευαγγελίζει το ποίμνιό του, αναλαμβάνοντας τον αγώνα για τη διατήρηση και ενίσχυση των ορθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας αιρέσεις της εποχής, ιδίως αυτές του Ωριγένη. Χρησιμοποιώντας συνεχώς τις Γραφές και συγγράφοντας πλήθος αντιαιρετικά κείμενα, εργάστηκε για την διατήρηση της καθαρής χριστιανικής πίστης.
Το 381 μ.Χ., συμμετείχε στη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο μαζί με άλλους τέσσερις Κυπρίους επισκόπους.
Ο Επιφάνιος πέθανε εν πλω από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε πάει λόγω εκκλησιαστικών υποθέσεων, προς την Κωνστάντια, στις 12 Μαΐου 403 μ.Χ., μετά από αρχιεροσύνη 36 χρόνων. Το τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ τον Σοφό. Η Σύναξή του ετελείτο στον ιερό ναό του Αγίου Φιλήμονος.
Όσιος Θεόδωρος ο εν Κυθήροις ασκήσας
Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στην Κορώνη περίπου μεταξύ 870 και 890 μ.Χ. και προερχόταν από την Κορώνη της Πελοποννήσου. Η μητέρα του, που προηγουμένως ήταν στείρα, ονόμασε τον γιο της Θεόδωρο όταν του χαρίστηκε από τον Θεό.
Έμαθε τα Ιερά γράμματα και ανέλαβε τη φροντίδα του ένας επίσκοπος της Κορώνης, που τον χειροτόνησε αναγνώστη. Με τον θάνατο των γονέων του, ο Θεόδωρος μπήκε υπό την προστασία ενός ιερέα στην Ναυπλία, φίλου της οικογένειας του.
Σε κατάλληλη ηλικία, παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά. Ο επίσκοπος Άργους, βλέποντας τις αρετές του, τον χειροτόνησε Διάκονο. Μετά, ο Θεόδωρος επιχείρησε ταξίδι στη Ρώμη για να προσκυνήσει τα προσκυνήματα των Μαρτύρων, και στη συνέχεια επέστρεψε στη Μονεμβασία, όπου παρέμεινε σε ένα κελί της εκκλησίας της Θεοτόκου.
Παρά τις προσκλήσεις της οικογένειάς του να μείνει κοντά τους, το 921 μ.Χ. ο Θεόδωρος, αναζητώντας πνευματικά αγαθά, ήλθε στα Κύθηρα, μια νήσο ερημωμένη από τις επιδρομές των Σαρακηνών, και μοναχός στον παλαιό ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Ακολούθησε αυστηρό ασκητικό βίο και απεβίωσε ειρηνικά στις 12 Μαΐου 922 μ.Χ.