Οι δημοσκοπήσεις, όταν επικεντρώνονται στην αποστολή τους, δηλαδή στη μέτρηση των στάσεων και διαθέσεων της κοινής γνώμης στην παρούσα συγκυρία, αποκαλύπτουν μια ανησυχητική πραγματικότητα: η κυβέρνηση κυμαίνεται μέσου όρου στο 24% (οι πιο αξιόπιστες δημοσκοπήσεις τη δείχνουν γύρω στο 22,5%). Παράλληλα, παρατηρείται κενό στην αντιπολίτευση, που αφορά τόσο τη δεξιά όσο και την αριστερή πλευρά, καθώς το δεύτερο κόμμα κυμαίνεται μεταξύ 10% και 12%.
Μια πρόσφατη δημοσκόπηση αποκαλύπτει ένα ακόμη ενδιαφέρον φαινόμενο: τη μεγάλη προσδοκία για τη δημιουργία νέων κομμάτων στο κεντροαριστερό φάσμα υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, καθώς και στο δεξιό υπό τον Αντώνη Σαμαρά, προκειμένου να καλυφθεί το κενό.
Η διεξαγωγή υποθετικών μετρήσεων σχετικά με το ποσοστό που θα μπορούσε να ψηφίσει ένα κόμμα υπό τον Αντώνη Σαμαρά και αντίστοιχα υπό τον Αλέξη Τσίπρα, προτού αυτοί οι δύο πρώην πρωθυπουργοί το ανακοινώσουν, είναι ενδεικτική της κατάστασης. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το κυβερνητικό κέντρο αυτή την περίπτωση αποκαλύπτει την ανησυχία του. Οι δύο πρώην υπουργοί αμφισβητούν το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στην τρέχουσα κυβέρνηση. Είτε τους συμφωνεί κανείς είτε όχι, και οι δύο έχουν διαχειριστεί την εξουσία στο παρελθόν, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες με σαφώς καλύτερα αποτελέσματα από τον νυν πρωθυπουργό.
Η παρουσία τους απειλεί την τρέχουσα κυβέρνηση: ένα κόμμα από το Σαμαρά, έστω και με 10%, μπορεί να ρίξει την κυβέρνηση κάτω από το 20%. Από την άλλη, ένα κόμμα υπό τον Τσίπρα, με ποσοστό 15%, θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρή αντιπολίτευση και να αναδείξει προσδοκίες για μια δυναμική ενοποίηση του κατακερματισμένου κεντροαριστερού χώρου. Παρά την περιορισμένη του επιρροή, όσα λέγονται παραμένουν υποθετικά. Όμως, ο μονόφθαλμος μπορεί πλέον να είναι ο πιο ισχυρός ανάμεσα στους τυφλούς.
Προοδευτισμός και νέα Δεξιά
Φυσικά, για να υπάρξουν νέα κόμματα, πρέπει να προκύπτει η αντίστοιχη ανάγκη που θα καλύψουν. Ο Αλέξης Τσίπρας, σε πρόσφατη ομιλία του, προσπάθησε να συνδέσει την διεθνή κατάσταση που διαμορφώνεται μετά την εκλογή Τραμπ και την στροφή προς τα δεξιά, με τις εξελίξεις στην Ελλάδα και την τρέχουσα κυβέρνηση. Αν και εντοπίζει σωστά τον καπιταλιστικό αυταρχισμό των ακροδεξιών κομμάτων, επιμένει ότι η απάντηση προέρχεται από ένα νέο προοδευτικό κίνημα. Στην πραγματικότητα, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα, αναφέρεται σε ιδεολογίες που έχουν ήδη αδυνατήσει, όπως η Δημοκρατική πολιτική που έχει ηττηθεί στην Αμερική, και η νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία που υποχωρεί παγκοσμίως. Ο προοδευτισμός του Τσίπρα δεν αμφισβητεί τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση χωρίς σύνορα, ούτε τα συνοδευτικά ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό ή η πράσινη ατζέντα. Η ανάλυση του σχετικά με την ανάγκη μιας εναλλακτικής εντός της Ελλάδας είναι πιο εύστοχη, αλλά περιγράφει μια κυβέρνηση απαλλαγμένη από τη διαφθορά και την αλαζονεία της υφιστάμενης κυβέρνησης, που έχει προκαλέσει ακόμα και την απηυδισμένη αντίδραση του establishment. Ήδη, υπάρχουν πληροφορίες για υποστήριξη από ορισμένους μεγάλους οικονομικούς παράγοντες της χώρας. Ο Τσίπρας πρεσβεύει μια πιο διαφανή διακυβέρνηση και δίκαιη κατανομή εισοδήματος.
Αντίθετα, ο Αντώνης Σαμαράς κινείται σε άλλο επίπεδο, εκπροσωπώντας τη νέα Δεξιά που έχει επικρατήσει στις ΗΠΑ και κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη. Είναι κατά της παγκοσμιοποίησης, υπέρ του αυστηρού περιορισμού της μετανάστευσης, αντίθετος στην woke ατζέντα και την πράσινη μετάβαση, και υποστηρίζει τη ρεαλιστική προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις. Τονίζει την ανάγκη για επανατοποθέτηση της χώρας στη διεθνή σκηνή ενώ επισημαίνει την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η Τουρκία και να ξεφύγουμε από το ενεργειακό μοντέλο της πράσινης ενέργειας. Ωστόσο, δεν προτείνει εναλλακτική λύση για την κατανομή του εισοδήματος και το κοινωνικό κράτος, πιθανόν λόγω συμφερόντων που θέλει να διατηρήσει.
Ο νεοφιλελευθερισμός
Γενικεύοντας, και οι δύο απόψεις εντάσσονται στη σφαίρα του νεοφιλελεύθερου δόγματος που θεωρητικά προσπαθούν να ξεπεράσουν. Ο νεοφιλελευθερισμός, όπως περιγράφουν οι Πιέρο Νταρντό και Κριστιάν Λαβάλ στο έργο τους «Ο νέος λόγος του κόσμου», είναι ένα αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης που στηρίζεται στον γενικευμένο ανταγωνισμό και την αποδόμηση των συλλογικοτήτων. Ούτε ο «προοδευτισμός» ούτε η νέα Δεξιά αναγνωρίζουν αυτή την πραγματικότητα. Η Δεξιά, παλαιά και νέα, βασίζεται στο έθνος ως συνεκτική ιδέα, ωστόσο, σύμφωνα με τον Εμμανουέλ Τοντ στο βιβλίο του «Η ήττα της Δύσης», το κοινωνικό κράτος αποτελεί την καρδιά του έθνους-κράτους. Δεν μπορεί να υπάρξει εθνική ενότητα αν οι κοινωνικοί θεσμοί είναι διάσπαρτοι.
Η αριστερή προοδευτική οπτική, (η μορφή της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας), παραμένει ανίκανη να κατανοήσει, όπως έχει τονίσει ο Ζαν Κλοντ Μισεά στο έργο του «Τα μυστήρια της Αριστεράς», ότι δεν μπορεί κάποιος να αντιπαρατεθεί στη οικονομική διάσταση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αποδεχόμενος παράλληλα τις πολιτικές και πολιτιστικές της πτυχές. Είναι σαν να προσπαθείς να διορθώσεις το πρόβλημα από την πόρτα ενώ έχεις ανοιχτά όλα τα παράθυρα. Η νέα Δεξιά, με τη σειρά της, αδυνατεί να συλλάβει—και δεν επιθυμεί άλλωστε—ότι δεν μπορεί να εναντιώνεται στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, αμφισβητώντας την πολιτική και πολιτιστική της διάσταση, εφόσον διατηρεί τον οικονομικό της πυρήνα.














