Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εκτίμησε ότι οι άμεσες συνέπειες από την αύξηση των δασμών από τις ΗΠΑ θα είναι περιορισμένες για την ελληνική οικονομία, και προάντλησε μια νέα μείωση του επιτοκίου της ΕΚΤ στο 2%.
Μιλώντας στο ceo Club, ανέφερε ότι η Ελλάδα έχει μικρή εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, συνεπώς οι άμεσες επιπτώσεις αναμένονται μειωμένες. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να υπάρξουν έμμεσες επιπτώσεις, καθώς μια ενδεχόμενη επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου θα μπορούσε να προκαλέσει πτώση στη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, θέτοντας σε κίνδυνο τις προοπτικές ανάπτυξης. Η αυξημένη αβεβαιότητα στις αγορές θα μπορούσε επίσης να περιορίσει τις επενδύσεις, καθώς οι επιχειρήσεις είναι πιθανό να διστάζουν να αναλάβουν ρίσκα σε ένα ασταθές περιβάλλον. Ωστόσο, οι πρόσφατες αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων τόσο του Ελληνικού Δημοσίου όσο και των τραπεζών αναδεικνύουν την ελληνική οικονομία ως θετική εξαίρεση εν μέσω διεθνούς αβεβαιότητας.
Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές κινήσεις της ΕΚΤ, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι «τα επιτόκια πολιτικής, κατά την γνώμη μου, θα συνεχίσουν να μειώνονται έως ότου φτάσουν στο 2%. Οι αγορές αναμένουν περαιτέρω μειώσεις, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί λόγω της έντονης αβεβαιότητας που υπάρχει».
Εκτός από τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς κινδύνους, ο διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε ότι υπάρχουν και άλλες αβεβαιότητες όσον αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως:
(1) πιθανές καθυστερήσεις στην απορρόφηση και αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης,
(2) η αυξανόμενη συχνότητα και ένταση φυσικών καταστροφών λόγω της κλιματικής κρίσης, και
(3) η εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας, καθώς και οι υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις.
Για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά αυτές οι προκλήσεις, απαιτείται μια ολοκληρωμένη στρατηγική οικονομικής πολιτικής που θα εστιάζει στη δημοσιονομική ισορροπία, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στη μεταρρυθμιστική συνέπεια και στην ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων. Επίσης, είναι κρίσιμη η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο τη μείωση του επενδυτικού κενού, τη βελτίωση του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, καθώς και τη συνολική ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να παραμείνει στο 2,3% και το 2025, επίπεδο πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να είναι οι κύριες δυνάμεις ανάπτυξης. Η οικονομική ανάκαμψη θα συνοδευτεί από νέα μείωση της ανεργίας στο 9,9%, ενώ ο πληθωρισμός προβλέπεται να υποχωρήσει ελαφρώς στο 2,9%.
Τα δημοσιονομικά μεγέθη αναμένονται να παραμείνουν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Ο προβλεπόμενος πρωτογενής πλεονασμός θα διαμορφωθεί στο 3,2% του ΑΕΠ, με το δημόσιο χρέος να συνεχίζει την πτωτική του πορεία, φθάνοντας το 143,2% του ΑΕΠ.