Για αρκετούς μήνες στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, και οι συνεργάτες του εξετάζαν το ενδεχόμενο να επιτεθούν με βόμβες στις κινεζικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, ίσως με τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να αποτρέψουν τον Μάο από το να αποκτήσει τη βόμβα.
Τελικά, αποφάσισαν ότι το κόστος ενός νέου πολέμου στην Ασία ήταν υπερβολικά υψηλό και προτίμησαν την αποτροπή. Σήμερα, ένας άλλος τύπος κινεζικού οπλοστασίου τους ανησυχεί.
Επί προεδρίας Ομπάμα, οι επιτυχίες του Ψυχρού Πολέμου έγιναν, έπειτα από πολλές δυσκολίες και με τη συμμετοχή των μουλάδων. Κι έτσι, η κατάσταση τέθηκε σε γιορτινό κλίμα.
Ο Κιμ επένδυσε στα πυρηνικά επειδή παρατήρησε τη μοίρα των Λιβυών και των Ιρακινών. Αν ο Σαντάμ είχε όπλα μαζικής καταστροφής, οι Αμερικανοί δεν θα επιτίθονταν. Αυτή η απλή λογική (ξυράφι του Όκαμ) υποδεικνύει ότι ο Κιμ θεωρεί πως τα πυρηνικά εξασφαλίζουν την κυριαρχία του στη χερσόνησο, η οποία παραμένει η τελευταία σημαντική διέλευση από τον Ψυχρό Πόλεμο.
Αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα, φτάσαμε στη σημαντικότερη ημέρα του χρόνου. Προσωπικά, και ας μην ενδιαφέρει κανέναν, δεν έχω θετικά συναισθήματα ούτε για τα πυρηνικά ούτε για τα όπλα γενικά. Θα πρέπει να καταργηθούν οριστικά όλα από τις 9 χώρες. Πιστεύω ότι, αντίθετα με την κοινή γνώμη, η τελευταία χώρα που θα δυσκολευόταν να παραιτηθεί από αυτά είναι η Γαλλία. Είναι θέμα υπόληψης, όχι ασφάλειας. Πώς το είχε πει ο Μιτεράν το 1988; «Εμείς έχουμε τη βόμβα και οι Γερμανοί το μάρκο».
Ή με τα στόρια που έχει ή θα αποκτήσει ο 86χρονος Αλί, πώς θα πατήσει κουμπιά;
Να το πείτε καθαρά, φίλοι, ο πόλεμος είναι εργαλείο για μια άλλη Μέση Ανατολή. Πείτε το κυνικά και αφήστε πίσω τις αξίες, τις δημοκρατίες και τις υπεροψίες.