Ο διακεκριμένος Βραζιλιάνος φωτορεπόρτερ Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, γνωστός για την εκπληκτική του αποτύπωση πολέμων, ανθρωπίνων τραγωδιών και περιβαλλοντικών κρίσεων, καθώς και του Αμαζονίου σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες, πέθανε σε ηλικία 81 ετών, όπως ανακοίνωσε η Ακαδημία Καλών Τεχνών της Γαλλίας, της οποίας ήταν μέλος.
Ο αυτοδίδακτος Σαλγκάδο, που χαρακτηρίστηκε από την Ακαδημία ως «μάρτυρας της ανθρώπινης τραγωδίας και της κατάστασης του πλανήτη», αφήνει πίσω του μια μοναδική κληρονομιά μέσα από τα εκατοντάδες ταξίδια του, με φωτογραφίες που έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά όπως τα Life και Time, καθώς και σε βιβλία και εκθέσεις σε μουσεία, κυρίως στο Παρίσι, όπου πέρασε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του.
Από τη Ρουάντα μέχρι τη Γουατεμάλα και από την Ινδονησία έως το Μπαγκλαντές και τον Αμαζόνιο, ο φακός του κατέγραψε λιμούς, πολέμους και μαζικές προσφυγικές ροές στον Τρίτο Κόσμο. Οι ασπρόμαυρες εικόνες του περιλάμβαναν και φυσικά τοπία, όπως οι ποταμοί του Αμαζονίου, με το έργο του να αναδεικνύει τη φωτοειδησεογραφία σε μορφή τέχνης.
Ο Σαλγκάδο έχει τιμηθεί με το βραβείο του Πρίγκιπα της Αστούριας (1998) και το βραβείο του Ιδρύματος Χάσελμπλαντ (1989).
Το ντοκιμαντέρ «Αλάτι της Γης» του Βιμ Βέντερς, που παρουσιάζει τα ταξίδια του φωτορεπόρτερ στην Παπούα-Νέα Γουινέα και τον Αρκτικό Κύκλο, ήταν υποψήφιο για Όσκαρ.
Ο Σαλγκάδο γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1944 στην Αϊμόρες, μια αγροτική κοινότητα στη Μίνας Ζεράις. Μεγάλωσε με τις επτά αδελφές του σε ένα αγρόκτημα, όπου ο πατέρας του ήταν αγελαδοτρόφος. Σε αυτή την περιοχή έμαθε να είναι υπομονετικός, καθώς συχνά ταξίδευε για μέρες για να επισκεφθεί κάποιο συγγενή, μία ικανότητα που αποδείχθηκε πολύτιμη στην καριέρα του, όταν χρειαζόταν να περιμένει τη «σωστή στιγμή» για να φωτογραφίσει το «ιδανικό δευτερόλεπτο».
Σπούδασε νομικά και οικονομία. Το 1969, μετανάστευσε στη Γαλλία για να αποφύγει τη στρατιωτική δικτατορία, μαζί με τη μελλοντική του σύζυγο, Λέλια Βάνικ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε στον Διεθνή Οργανισμό Καφέ και ταξίδευε στην Αφρική, όπου τράβηξε τις πρώτες του φωτογραφίες με μια κάμερα που του είχε δωρήσει η σύζυγός του.
«Διαπίστωσα ότι οι φωτογραφίες μου μου έδιναν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τις οικονομικές εκθέσεις», δήλωσε κάποτε. Έτσι, αποφάσισε να ακολουθήσει επαγγελματικά τη φωτογραφία, αρνούμενος μια αναγνωρίσιμη θέση στην Παγκόσμια Τράπεζα.
Στην Αφρική, όπου αισθανόταν «σαν το σπίτι του», ο Βραζιλιάνος έκανε τα πρώτα του ρεπορτάζ σχετικά με την ξηρασία και τον λιμό στον Νίγηρα και την Αιθιοπία. Το 1979 εντάχθηκε στο πρακτορείο Magnum. Δύο χρόνια αργότερα, σημείωσε την πρώτη μεγάλη δημοσιογραφική του επιτυχία, καταγράφοντας 76 φωτογραφίες στη διάρκεια της απόπειρας δολοφονίας του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν στην Ουάσινγκτον, σε μόλις 60 δευτερόλεπτα.
Η παγκόσμια αναγνώριση ήρθε το 1986, με τις εμβληματικές φωτογραφίες του από τη Σέρα Πελάδα της Βραζιλίας, την «ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά» όπου εκατοντάδες άνθρωποι, καλυμμένοι από λάσπη, εργάζονταν ακούραστα στο μεγαλύτερο ανοιχτό ορυχείο χρυσού στον κόσμο.
Επιπλέον, έγραψε το βιβλίο «Εξόδοι» για τους εξαναγκαστικούς εκτοπισμούς σε 40 χώρες.
«Τα σύνορα είναι τεχνητά. Παντού βλέπω το ίδιο ανθρώπινο ον. Ο ξένος δεν υπάρχει», δήλωνε το 2016.
Η φωτογραφία, κατά τον Σαλγκάδο, «είναι τρόπος ζωής και ιδεολογία». Το 2022, όταν η Σάο Πάολο φιλοξένησε την έκθεση «Αμαζονία», αποτέλεσμα 7 χρόνων εργασίας στο μεγαλύτερο τροπικό δάσος του πλανήτη, υπογράμμισε τη σημασία της τέχνης του.