Η εβδομάδα έκλεισε με επιφυλακτικότητα στη Wall Street, καθώς οι τιμές των μετοχών παρουσίασαν νευρικότητα, εν όψει των εμπορικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.
Οι επενδυτές ήταν συγκρατημένοι, αποφεύγοντας μεγάλες κινήσεις, καθώς οι συνομιλίες μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αν και ενδέχεται να επιφέρουν μια διπλωματική πρόοδο, θεωρούνται απίθανο να καταλήξουν σε μια συνολική συμφωνία σε αυτή τη φάση. Μετά την ταχεία αύξηση των 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στον δείκτη S&P 500 τον προηγούμενο μήνα, οι κινήσεις των τελευταίων ημερών ήταν πιο ήπιες.
Ο S&P 500 έκλεισε με μικρή πτώση 0,07% στις 5.659,91 μονάδες, ενώ ο Dow Jones υποχώρησε κατά 119,07 μονάδες ή 0,29% φτάνοντας τις 41.249,38 μονάδες. Ο Nasdaq παρέμεινε αμετάβλητος στις 17.928,92 μονάδες.
Συγκριτικά με την προηγούμενη εβδομάδα, ο S&P 500 σημείωσε πτώση 0,5%, ο Nasdaq υποχώρησε 0,3%, και ο Dow σημείωσε πτώση 0,2%.
Διαπραγματεύσεις Ουάσιγκτον – Πεκίνου το Σαββατοκύριακο
Η έναρξη των σινοαμερικανικών διαπραγματεύσεων αύριο ακολουθεί το προσχέδιο της εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ-Βρετανίας που ανακοινώθηκε την Πέμπτη. Οι επενδυτές αναμένουν ότι αυτό μπορεί να ανοίξει το δρόμο για περαιτέρω εμπορικές συμφωνίες.
Επιπλέον, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στο Truth Social ότι ένας δασμός 80% στην Κίνα θα ήταν ηθικά ορθός, εν όψει των διαπραγματεύσεων που θα διεξαχθούν στη Γενεύη.
«Η πρόοδος αυτής της εβδομάδας είναι ενθαρρυντική, αλλά υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα και διακυμάνσεις, που επηρεάζουν τις αντιδράσεις της αγοράς. Βρισκόμαστε σε περίοδο μεταβλητότητας μέχρι να υπάρξουν πιο σαφή αποτελέσματα», δήλωσε ο Μαρκ Χάκετ, στρατηγικός αναλυτής της Nationwide.
Παρά την πρόοδο προς τις διαπραγματεύσεις, η εντυπωσιακή ανάκαμψη των αμερικανικών μετοχών φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί, σύμφωνα με τον Μάικλ Χάρτνετ της Bank of America. Δεν αναμένει περαιτέρω κέρδη, καθώς οι επενδυτές «αγοράζουν στην προσδοκία και πωλούν στην πραγματικότητα».
Συνολικά, αμερικανικές μετοχές αξίας 24,8 δισ. δολαρίων εξαγοράστηκαν τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες, το υψηλότερο ποσό των τελευταίων δύο ετών, όπως ανέφερε η BofA επικαλούμενη στοιχεία από την EPFR Global.