Μείωση των πυρκαγιών, αλλά αύξηση της καμένης έκτασης
Η πυρομετεωρολογική ομάδα FLAME της Μονάδας ΜΕΤΕΟ του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών επισημαίνει ότι παρά τη μείωση των πυρκαγιών τα τελευταία 25 χρόνια, η συνολική καμένη έκταση συνεχώς αυξάνεται. Αυτές οι διαπιστώσεις προήλθαν από ανάλυση δεδομένων από το 2000 έως το 2024.
Σύμφωνα με δημοσίευση της ομάδας FLAME στο fireweather.eu, κατά τη διάρκεια αυτής της 25ετίας καταγράφηκαν περισσότερες από 150.000 πυρκαγιές, που κατέστρεψαν πάνω από 11 εκατομμύρια στρέμματα. Παρά τη μείωση των ενάρξεων, οι ζημιές αυξάνονται.
«Αν και οι πυρκαγιές κατά την αντιπυρική περίοδο μειώνονται, η συνολική καμένη έκταση αυξάνεται σταθερά», αναφέρεται στην ανάλυση, που τονίζει ότι οι πυρκαγιές άνω των 2.000 στρεμμάτων εμφανίζονται όλο και πιο συχνά.
Μια «αθόρυβη έξαρση» εκτός εποχής
Η ομάδα επισημαίνει ότι υπάρχει «αθόρυβη έξαρση» πυρκαγιών εκτός της αντιπυρικής περιόδου, με έντονη αύξηση τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες. Αυτό καταδεικνύει την γεωγραφία των πυρκαγιών: αν και σε πολλές περιοχές καταγράφονται λιγότερες ενάρξεις, σε ορισμένες, όπως η Βόρεια Ελλάδα, οι ενάρξεις αυξάνονται.
Αυξάνονται τα καμένα στρέμματα
Μελέτες του αρχείου του Πυροσβεστικού Σώματος δείχνουν ότι, ενώ ο αριθμός των ετήσιων πυρκαγιών κατά την αντιπυρική περίοδο μειώθηκε από 4.300 σε 3.700, η συνολική καμένη έκταση αυξάνεται κατά περίπου 6.000 στρέμματα κάθε χρόνο. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι «όταν μια πυρκαγιά ξεφεύγει, το πρόβλημα μεγαλώνει». Αυτό μπορεί να οφείλεται στις δύσκολες πυρομετεωρολογικές συνθήκες που επιδεινώνονται από την κλιματική αλλαγή.
Η ομάδα FLAME σημειώνει ότι η «ασθενής ανταπόκριση του μηχανισμού» στις εξελισσόμενες πυρκαγιές είναι ανησυχητική και καλεί για περαιτέρω διερεύνηση των αιτίων.
Οι χειμερινοί και ανοιξιάτικοι μήνες δείχνουν αύξηση και στις πυρκαγιές, καθώς και στην καμένη έκταση, με τον μέσο ετήσιο αριθμό πυρκαγιών να έχει αυξηθεί κατά 47% από το 2012.
Η ανάγκη για καλύτερα δεδομένα
Η ομάδα FLAME τονίζει τη σημασία των δεδομένων του Πυροσβεστικού Σώματος για την κατανόηση των πυρκαγιών στην Ελλάδα, αναγνωρίζοντας τις τάσεις και τα μοτίβα, αλλά σημειώνει ότι δεν μπορούν να απαντήσουν στο «γιατί» συμβαίνουν οι ενάρξεις.
Συστήνουν την ενίσχυση της άμεσης ανταπόκρισης, την αναθεώρηση στόχων πρόληψης και την εστίαση στην ετοιμότητα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για «σωστά ερωτήματα, προτεραιότητες και εργαλεία» στον τομέα της πυροπροστασίας.