Μια αβέβαιη ημέρα ξημέρωσε στη Μέση Ανατολή μετά την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά του Ιράν υποστηρίζοντας το Ισραήλ και να χτυπήσει τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις. Οι ισορροπίες έχουν αλλάξει, με την Τεχεράνη να αναμένει την αντίδρασή της.
Της Εύης Απολλωνάτου
Ο Ντόναλντ Τραμπ πραγματοποίησε αυτό που κανένας Αμερικανός Πρόεδρος δεν είχε κάνει πριν: πραγματοποίησε επιθέσεις κατά του Ιράν. Το Ισραήλ πέτυχε τον στόχο του να εμπλέξει τις ΗΠΑ στον πόλεμο, και ο Πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου φαίνεται κερδισμένος, προβάλλοντας την εικόνα του ως προστάτη του Ισραήλ.
Το κύριο ερώτημα είναι γιατί ο Τραμπ πήρε αυτή την απόφαση. Στις εικόνες από το κέντρο επιχειρήσεων του Λευκού Οίκου, φαίνεται σκυθρωπός και ανήσυχος. Τα τελευταία χρόνια, δεχόταν σημαντική πίεση από το Τελ Αβίβ, καθώς και από Ρεπουμπλικανούς που είναι κοντά στην εκλογική του βάση.

Το Ισραήλ πίεζε τον Τραμπ να συμμετάσχει στη σύγκρουση, με τον ισραηλινό στρατό να υποφέρει από πυραυλικές επιθέσεις από το Ιράν. Οι φόβοι για μεγαλύτερη απώλεια στο Ισραήλ ώθησαν την κυβέρνηση να απαιτήσει την στήριξη του Τραμπ για την ασφάλεια των πολιτών της.
Αντίθετα, ένα σημαντικό τμήμα της εκλογικής του βάσης και Ρεπουμπλικανοί που αντιπαθούν τον πόλεμο πιέζουν τον Λευκό Οίκο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Τραμπ είχε υποσχεθεί ότι θα είναι ένας Πρόεδρος που θα αποφεύγει τους πολέμους, αλλά αυτή η υπόσχεση φαίνεται να καταρρέει.
Εάν η στρατιωτική σύγκρουση με το Ιράν επεκταθεί σε ευρύτερη εμπλοκή, θα μπορούσε να προκαλέσει ρήγματα στην εκλογική του βάση και να δημιουργήσει αντιπαραθέσεις στους Ρεπουμπλικάνους. Το κόμμα έχει διαιρεθεί ανάμεσα σε αυτούς που πιστεύουν στην εγγύηση της ασφάλειας του Ισραήλ και σε εκείνους που απορρίπτουν οποιαδήποτε συμμετοχή σε πολέμους.
Το ρίσκο του Τραμπ με το δόγμα “ειρήνη μέσω της ισχύος”
Ο Νετανιάχου επαίνεσε την “ιστορική” απόφαση του Τραμπ, τονίζοντας την εφαρμογή του δόγματος για “ειρήνη μέσω της ισχύος”. Ωστόσο, αυτό το δόγμα πιθανόν να γίνει μπούμερανγκ για τον Αμερικανό Πρόεδρο.
Μετά τις επιθέσεις στο Ιράν, ο Λευκός Οίκος φαίνεται να επιθυμεί μια περιορισμένη σύγκρουση ώστε η Τεχεράνη να οδηγηθεί σε διαπραγματεύσεις. Αυτό είναι, όμως, αμφίβολο, καθώς οι αγιατολάδες της Τεχεράνης αγωνίζονται για την επιβίωσή τους και μπορεί να γίνουν πολύ επικίνδυνοι, προχωρώντας σε αντίποινα κατά των Αμερικανών.
Από εβδομάδες η Τεχεράνη είχε καθορίσει την συμμετοχή των Αμερικανών ως “κόκκινη γραμμή”. Τώρα που αυτή η γραμμή παραβιάστηκε, ο Υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Αμπάς Αραγτσί, δήλωσε ότι η Τεχεράνη εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα. Η έκταση αυτής της απόφασης θα γίνει σαφής τις επόμενες ώρες.
Ο Τραμπ αγνόησε τους δυτικούς συμμάχους του και τα κράτη του Κόλπου που προειδοποίησαν ότι μόνο μέσω διπλωματίας μπορεί να λυθεί το θέμα με το Ιράν. Πιστεύει ότι μπορεί να οδηγήσει την Τεχεράνη σε διαπραγματεύσεις και ότι η σύγκρουση μπορεί να αντιμετωπιστεί άμεσα.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος θεωρεί ότι μπορεί να αναπαραγάγει την κατάσταση της δολοφονίας του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί το 2020, οπότε η Τεχεράνη αντέδρασε αλλά δεν υπήρξε στρατιωτική σύγκρουση.
Ο Λευκός Οίκος επισημαίνει ότι ο Τραμπ δεν επιδιώκει αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν και ότι οι επιθέσεις μπορεί να είναι οι τελευταίοι. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει την αντίδραση του Ιράν και γι’ αυτό προειδοποιεί ότι υπάρχουν και άλλοι διαθέσιμοι στόχοι εντός του Ιράν, εγκαθιστώντας μια επιλογή ανάμεσα στην ειρήνη και την τραγωδία.
Γιατί η διορία των δύο εβδομάδων μειώθηκε σε δύο ημέρες
Ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε δώσει διορία δύο εβδομάδων στο Ιράν για διαπραγματεύσεις, αλλά τελικά αποφάσισε να προχωρήσει σε στρατιωτικά πλήγματα. Αυτό έχει προκαλέσει αναρωτήσεις αν η διορία ήταν απλώς ένα τέχνασμα του Τραμπ για να κερδίσει χρόνο ή αν κατέρρευσαν οι παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις που επιχείρησε ο ειρηνοποιός Στιβ Γουίτκοφ.
Ακόμη δεν υπάρχει σαφής απάντηση. Ωστόσο, η αποτυχία των συνομιλιών μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών Γερμανίας, Γαλλίας και Βρετανίας με τον Ιρανό ομόλογό τους στη Γενεύη, καθώς και η απαίτηση της Τεχεράνης να σταματήσουν οι ισραηλινές επιθέσεις προτού ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις, προφανώς επηρεάσαν την απόφαση του Τραμπ.