Τα Μέθανα είναι μια χερσόνησος γεμάτη αντιθέσεις, όπου το ηφαίστειο συναντά τη θάλασσα και η ιστορία ενώνεται με το παρόν. Η χερσόνησος, έκτασης περίπου 44 τετραγωνικών χιλιομέτρων, βρίσκεται κοντά στην Αργολίδα, στο βορειοανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου, στα παράλια του Σαρωνικού κόλπου.
Συνδέεται με την υπόλοιπη Πελοπόννησο μέσω ενός στενού ισθμού μήκους 300 μέτρων. Ο μορφολογικός της σχηματισμός είναι σχεδόν κυκλικός, με νότια επέκταση εκεί που βρίσκεται ο ασβεστολιθικός λόφος της Παναγίας, δημιουργώντας ένα ισοσκελές τρίγωνο. Στα δυτικά βρίσκεται το ακρωτήριο Παναγιά ή Κρασοπαναγιά, ενώ στα βορειοανατολικά βρίσκουμε το ακρωτήριο Άγιος Γεώργιος, στα ανατολικά το ακρωτήριο Καβαλάρης και στα νοτιοδυτικά το ακρωτήριο Πούντα.
(Πηγή βίντεο: YouTube/ Tasos Fotakis | DroneWorks | Travel)
Η ιστορία των Μεθάνων
Η πόλη και η Χερσόνησος των Μεθάνων αναφέρονται για πρώτη φορά από τους αρχαίους ιστορικούς Θουκυδίδη (5ος αιώνας π.Χ.), Διόδωρο το Σικελό (1ος αιώνας π.Χ.), καθώς και από γεографικές πηγές όπως ο Στράβων (1ος αιώνας π.Χ.) και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (2ος αιώνας μ.Χ.). Ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος (1ος αιώνας π.Χ.) και ο μεγάλος περιηγητής Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.) επίσης αναφέρονται στα Μέθανα, ενώ αργότερα τα αναφέρει και ο Ιεροκλής (6ος αιώνας μ.Χ).
Τα ευρήματα δείχνουν πως η χερσόνησος κατοικεί συνεχώς από την Νεολιθική εποχή, όπως αποδεικνύεται από τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα στο Παλαιόκαστρο (Βαθύ), που φιλοξενούσε την Ακρόπολη των αρχαίων Μεθάνων και από τον λόφο της Χελώνας. Ένα ειδώλιο (κεφάλι) που ανακαλύφθηκε πρόσφατα είναι Κυκλαδίτικης τεχνοτροπίας και χρονολογείται γύρω στο 3000 π.Χ.
Στην Πρωτοελλαδική περίοδο (2800-1900 π.Χ.), παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού στην περιοχή. Πρωτοελλαδικοί οικισμοί έχουν εντοπιστεί στον Ισθμό και στο νησάκι των Μεθάνων.
Στην Υστεροελλαδική, Μυκηναϊκή εποχή, οι κάτοικοι της περιοχής ήταν Ίωνες, οι οποίοι ίδρυσαν οικισμούς στο Μεγαλοχώρι, στο οροπέδιο Θρονί και στη Χελώνα. Κατά την αρχή των ιστορικών χρόνων, τα Μέθανα δέχτηκαν τους Δωριείς εποίκους χωρίς αντίσταση.
Στην Κλασική περίοδο, κατασκευάζονται νέοι οικισμοί και η κατοίκηση του Μεγαλοχωρίου ενισχύεται. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ο πληθυσμός της χερσονήσου εκείνον τον καιρό εκτιμάται γύρω στις 9.000.
Η μορφή του πολιτεύματος φαίνεται να ήταν ολιγαρχική. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, τα Μέθανα και η Καλαύρεια ήταν ανεξάρτητα και άρχισαν να λειτουργούν λουτρικές εγκαταστάσεις στην Πηγή της Βρωμολίμνης και της Κάτω Μούσκας. Το 4ο και 3ο αιώνα π.Χ., τα Μέθανα εκδίδουν δικά τους νομίσματα, απεικονίζοντας την κεφαλή του Ηφαίστου.
Κατά την διαδρομή από Μέθανα προς Στραβόλογγο, συναντάμε έναν καλοδιατηρημένο αρχαίο πύργο του 4ου αιώνα π.Χ., κατασκευασμένο από λαξευτές ηφαιστειακές πέτρες με εντυπωσιακή πύλη.
Τον 3ο αιώνα π.Χ., επί Μακεδόνα βασιλιά Αντίγονου Γονατά, το ηφαίστειο των Μεθάνων εκρήγνυται και η χερσόνησος καταλαμβάνεται από τη δυναστεία των Πτολεμαίων, ονομαζόμενη Αρσινόη προς τιμήν της συζύγου του Πτολεμαίου IV.
Δείγματα κατοίκησης και πολιτισμών από διάφορες ιστορικές περιόδους υπάρχουν σε όλη την επιφάνεια της χερσονήσου.
Το 1990, η αρχαιολόγος Ελένη Κονσολάκη ανακάλυψε έναν προϊστορικό μυκηναϊκό οικισμό (13ος-14ος αιώνας π.Χ.) στον λόφο του εκκλησιού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, κοντά στα Μέθανα. Ερείπια μυκηναϊκής ακρόπολης έχουν διασωθεί στον λόφο ΟΓΑ, που προσφέρει θαυμάσια θέα προς τον Πόρο.
Κατά τους Βυζαντινούς και Μεσαιωνικούς χρόνους, οι κύριοι οικισμοί αναπτύχθηκαν στην Παναγίτσα, στις κορφές της Χελώνας και του Προφήτη Ηλία, καθώς και στην Αγία Βαρβάρα, όπου βρίσκονται δύο από τις παλαιότερες διασωζόμενες μεταβυζαντινές εκκλησίες, ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, με εντυπωσιακές τοιχογραφίες.
Σημειώνεται ότι ο ισθμός που συνδέει την Πελοπόννησο με τη χερσόνησο των Μεθάνων και η χερσόνησος έχουν χαρακτηριστεί ως αρχαιολογικός χώρος από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Ρωμαϊκοί Χρόνοι
Στην Ρωμαϊκή περίοδο, υπήρχε ο ναός του Σαράπιδος και της Ίσιδος, ενώ το πρώιμο Βυζάντιο χαρακτηρίζεται από την κατασκευή Παλαιοχριστιανικών ναών, οι οποίοι διατηρήθηκαν μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Γραπτές πληροφορίες για την Βυζαντινή περίοδο από το 330 μ.Χ. έως το 1453 και τα πρώτα 150 χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν υπάρχουν. Ωστόσο, η μελέτη των αρχαιολογικών ευρημάτων μας επιτρέπει να ανασυγκροτήσουμε το ιστορικό παρελθόν αυτής της περιόδου.
Διαπιστώνουμε ότι στην χερσόνησο υπήρχαν λίγοι κάτοικοι, κυρίως συγκεντρωμένοι σε δύο οικισμούς, στην Παναγίτσα και στον Προφήτη Ηλία, και ίσως έναν μικρό οικισμό γύρω από την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας.
Νεότεροι Χρόνοι
Μετά την Επανάσταση του 1821, η περιοχή παρουσίασε σημαντική αύξηση του πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, οι Μέθανα έγιναν καταφύγιο για πολλές οικογένειες προσφύγων από την τουρκική βαρβαρότητα.
Στην περιοχή αυτή το 1826-27 καταφτάνει ο αξιωματικός Κάρολος Φαβιέρος, ο οποίος ίδρυσε το γνωστό Κάστρο του Φαβιέρου στο Στενό.
Μέχρι το 1821, ο πληθυσμός των Μεθάνων δεν ξεπερνούσε τους 500-600, αλλά το 1830 έφτασαν τους 1.349 και το 1870 τους 1.946, ακολουθούμενοι από 2.149 το 1879, 2.042 το 1889, 2.678 το 1907 και 2.320 το 1920.
Στη δεκαετία του 1870, ιδρύθηκε η Λουτρόπολη των Μεθάνων και οργανώθηκε η χρήση των θειούχων πηγών αρχικά με φυσικούς λουτήρες. Σύντομα, κατασκευάστηκαν δώδεκα μικρές και δύο μεγαλύτερες δεξαμενές.
Από το 1904, η εκμετάλλευση των χλωρονατριούχων πηγών του Αγίου Νικολάου άρχισε με την κατασκευή κτιρίου. Για τη χρήση των θερμών θειούχων λουτρών, το 1906 κατασκευάστηκαν δύο κτίρια με δέκα μαρμάρινους λουτήρες το καθένα, το 1912 κατασκευάστηκε το πρώτο υδροθεραπευτήριο του Αγίου Νικολάου με 16 λουτήρες και πολύ αργότερα, το 1930, το υδροθεραπευτήριο των θειούχων πηγών του Δημοσίου με 40 λουτήρες.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1920-1940), τα Μέθανα, ως χερσόνησος και τα Λουτρά ως πόλη, γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή άρχισε να μεταμορφώνεται με την ανάπτυξη του τουρισμού και τη βελτίωση των υποδομών.
Ο πληθυσμός της χερσονήσου έφτασε τους 2.413 το 1961, μειώθηκε στους 2.233 το 1971 και σήμερα ανέρχεται στους 2.300 κατοίκους (γενική απογραφή 2001), με τον τουρισμό και τη γεωργία να παραμένουν οι κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες.