Η Βρίσα, ένα απομονωμένο χωριό στη Λέσβο, παραμένει «φάντασμα» μετά τον σεισμό των 6,3 Ρίχτερ που προκάλεσε σοβαρές καταστροφές την 12η Ιουνίου 2017. Ο σεισμός είχε τραγικό απολογισμό, με μια γυναίκα να χάνει τη ζωή της, πολλούς τραυματίες και καταστροφή σχεδόν 80% των κατοικιών. Για τον πλούσιο σε πολιτιστική κληρονομιά οικισμό, ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει από τότε.
Ρεπορτάζ: Μαρία Πασαλίδου
Κάποτε γεμάτη ζωή με 850 κατοίκους, σήμερα η Βρίσα έχει μόλις 160 μόνιμους κατοίκους. Οι κάτοικοι του χωριού αντιμετωπίζουν τη γραφειοκρατική «Λερναία Ύδρα» και τη διασπορά αρμοδιοτήτων, καθώς οκτώ χρόνια μετά τον σεισμό, οι διαδικασίες αποκατάστασης παραμένουν ημιτελείς, καθιστώντας αδύνατη την επιστροφή τους λόγω των συνεχιζόμενων επικίνδυνων καταστάσεων.
«Η Βρίσα ήταν το χωριό που καταστράφηκε απ’ τη ρίζα του. Σε 16 δευτερόλεπτα καταλαβαίνεις πόσο ευάλωτος είσαι. Αλλά βλέπεις και 8 χρόνια αργότερα πόσο μόνος έχεις μείνει. Αυτό είναι το τραγικό», επισημαίνει ο κ. Νίκος Γκουγκούλιος, Πρόεδρος του Συλλόγου Σεισμοπαθών Βρίσας, μιλώντας στο enikos.gr.
Άρση επικινδυνότητας και αποζημιώσεις
«Το χωριό είναι φάντασμα. Αν και θεωρήθηκε σωστά επικίνδυνο μετά το σεισμό, οκτώ χρόνια αργότερα, ακόμη δεν έχει αρθεί η επικινδυνότητα. Οι κάτοικοι που έχτισαν σπίτια δεν μπορούν νόμιμα να μείνουν σε αυτά. Κάποιοι διαμένουν παράνομα», αναφέρει ο κ. Γκουγκούλιος.
«Από τα 600 σπίτια, περίπου 250 χαρακτηρίστηκαν κόκκινα, 200 κίτρινα με σοβαρές ζημιές, και περίπου 150 πράσινα. Αυτή τη στιγμή, γύρω στο 20% έχει ξαναχτιστεί, το 10% είναι υπό ολοκλήρωση, ενώ το 60% δεν έχει ακόμη ανοικοδομηθεί», προσθέτει, υπογραμμίζοντας ότι οι αποζημιώσεις δεν έχουν ακόμη καταβληθεί. «Χωρίς τις 2η και 3η δόση της αποζημίωσης, οι άνθρωποι δεν μπορούν να ολοκληρώσουν τα σπίτια τους».
Πρόσφατα, οι σεισμόπληκτοι της Βρίσας προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, καταθέτοντας μήνυση κατά παντός υπευθύνου για τις καθυστερήσεις στην άρση της επικινδυνότητας.
«Έπρεπε να είχε γίνει η άρση της μέχρι το Πάσχα του 2024. Ως Σύλλογος, απευθυνθήκαμε σε γραφείο στην Αθήνα και καταθέσαμε μήνυση για την καθυστέρηση, αλλά και για τις αποζημιώσεις», δηλώνει ο κ. Γκουγκούλιος.
«Οι αρμόδιοι πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους»
Ο κ. Γκουγκούλιος επισημαίνει ότι οι αρμόδιοι φορείς θα πρέπει να πάρουν τις ευθύνες τους, τονίζοντας ότι «ο εισαγγελέας πρέπει να ανακαλύψει ποιος ευθύνεται για αυτές τις καθυστερήσεις, το κράτος να αναλάβει δράση και να προχωρήσει άμεσα στην άρση της επικινδυνότητας».
Από την πλευρά του, ο κ. Ταξιάρχης Βέρρος, Δήμαρχος Δυτικής Λέσβου, σημειώνει ότι οι καθυστερήσεις προκύπτουν γιατί «δεν έχει αρθεί η επικινδυνότητα λόγω της μη κατεδάφισης 12 επικίνδυνων σπιτιών, εκ των οποίων τα μισά ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει η άρση».
«Τα σπίτια προς κατεδάφιση είναι χαρακτηρισμένα ως μνημεία»
«Τα μισά από αυτά τα σπίτια είναι χαρακτηρισμένα ως μνημεία, γι’ αυτό πρέπει να παρέμβει το Υπουργείο Πολιτισμού, καθώς απαιτούν αυξημένη προσοχή», προσθέτει ο δήμαρχος. «Για τα υπόλοιπα, είτε οι ιδιοκτήτες δεν υπάρχουν, είτε είναι πολλοί και δεν δείχνουν ενδιαφέρον, είτε δεν έχουν λάβει τις αποζημιώσεις από τη Γενική Διεύθυνση Αποκατάστασης Επιπτώσεων Φυσικών Καταστροφών, ώστε να τα επισκευάσουν».
Ο δήμαρχος επισημαίνει ότι δεν έχει γίνει κάποια παρέμβαση από τον Δήμο στα ιδιωτικά σπίτια. Όσο για τα άλλα, έχουν γίνει όλες οι απαραίτητες ενέργειες, αλλά εδώ και ενάμισι χρόνο δεν έχει γίνει καμία εκταμίευση. «Αν δεν λυθούν τα προβλήματα με τα 12 σπίτια, η επικινδυνότητα δεν μπορεί να αρθεί. Υπάρχουν κίνδυνοι, όπως οι πτώσεις αντικειμένων».
Οι μηχανικοί
Ο κ. Γκουγκούλιος αναφέρεται και στην έλλειψη οικονομικής υποστήριξης από τους αρμόδιους φορείς για τους μηχανικούς, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι αυτοψίες και να προχωρήσουν οι διαδικασίες καταβολής των αποζημιώσεων.
«Οι άνθρωποι που δεν πρόλαβαν να χτίσουν τα σπίτια τους δεν φέρουν ευθύνη, καθώς προήλθαν από την καθυστέρηση των μηχανικών λόγω του κορονοϊού, ο οποίος δεν τους επέτρεψε να κάνουν αυτοψίες», λέει ο κ. Γκουγκούλιος. «Η ΔΑΕΦΚ είναι υποστελεχωμένη και όλοι οι μηχανικοί ασχολούνται με τις φυσικές καταστροφές σε όλη τη χώρα».
Αφορά το Δημοτικό Σχολείο και το Νηπιαγωγείο της Βρίσας, που υπέστησαν ολοσχερή καταστροφή. «Το σχολείο δεν έχει ξαναχτιστεί. Υπάρχει προϋπολογισμός, αλλά αναμένεται να δοθεί μέχρι το 2029. Ελπίζουμε σε καλύτερες εξελίξεις», τονίζει.
Πρόσφατα, όμως, ανακοινώθηκε η εξασφάλιση χρηματοδότησης για την ανέγερση νέου Δημοτικού Σχολείου και Νηπιαγωγείου, με προϋπολογισμό περίπου 3,7 εκατομμύρια ευρώ.
Το έργο θα πραγματοποιηθεί στη θέση του κατεστραμμένου κτιρίου και έχει ενταχθεί στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα “Βόρειο Αιγαίο 2021-2027”, κατόπιν αίτησης από την “Κτιριακές Υποδομές Α.Ε.”.
«Κουφάρια κάτω από νέα ευρωπαϊκά κεραμίδια»
Ο κ. Γκουγκούλιος αναφέρει πως η αύξηση του κόστους των οικοδομικών υλικών είναι σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας για την ανασυγκρότηση των κατεστραμμένων σπιτιών. «Η τιμή του μπετόν έχει από 160 ευρώ ανέβει σε 360 ευρώ», αναφέρει.
«Πολλά σπίτια που ξεκίνησαν να επισκευάζονται, σήμερα έχουν μείνει ημιτελή, με κουφάρια κάτω από καινούρια κεραμίδια», συμπληρώνει.
Μια νεκρή από τον σεισμό – «Έπεσε το σπίτι επάνω της»
Η τραγική ιστορία της Ελένης, η οποία έχασε τη ζωή της όταν το σπίτι της κατέρρευσε, καταδεικνύει τη φρίκη των 16 δευτερολέπτων του σεισμού. Ο σύζυγός της κατάφερε να σωθεί, πηδώντας από το παράθυρο.
«Είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά μετά από εξετάσεις που έδειξαν ότι ήταν καλά, το σπίτι έπεσε πάνω της», μοιράζεται ο κ. Γκουγκούλιος.
Περιγράφοντας την κατάσταση στο τώρα ερημωμένο χωριό, ο κ. Γκουγκούλιος τονίζει ότι «οι κάτοικοι έχουν φύγει, οι νέοι μετακόμισαν στην Αθήνα ή στα γύρω χωριά. Όσοι παραμένουν, καθιστούν υποκατάστατα σε παρακείμενα σπίτια, ενώ την νύχτα το χωριό είναι ερημωμένο».
«Η Βρίσα έχει μοναδική γεωλογική σύσταση»
Από την πλευρά του, ο Κώστας Παπαζάχος, καθηγητής Φυσικής της Λιθόσφαιρας και Σεισμολογίας του ΑΠΘ, εξηγεί ότι η Βρίσα υπήρξε θύμα σοβαρών ζημιών λόγω των ειδικών εδαφικών συνθηκών της, οι οποίες ενισχύουν τις σεισμικές κινήσεις. «Ο παραδοσιακός τρόπος δόμησης δεν είναι αντισεισμικός και απαιτούνται σύγχρονα κτίρια που σέβονται την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, αλλά και κρατούν υψηλές αντοχές».