Το Κυπριακό, ως ζήτημα διεθνούς δικαίου, σχετίζεται με εγκλήματα πολέμου και σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μεγάλη κλίμακα. Μετά από πέντε δεκαετίες τουρκικής κατοχής του 37% του νησιού, η συζήτηση γύρω από το “Κυπριακό” έχει πλέον στραφεί προς την πιθανότητα λύσης, μέσω μιας ενδεχόμενης επανένωσης, ή, από την τουρκική σκοπιά, στην πολιτική αναγνώριση της κατοχής και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Αυτό αποδεικνύεται από την πρόσφατη πενταμερή συνάντηση υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες. Δεδομένου ότι το Κυπριακό είναι πρωτίστως ένα διαρκές έγκλημα, οι διαπραγματεύσεις τείνουν να απομακρύνονται από την πραγματικότητα του εγκλήματος λόγω της παρέλευσης μισού αιώνα από την τέλεσή του.
Η παράνομη τουρκική εισβολή τον Ιούλιο του 1974, υπό το πρόσχημα της προστασίας μιας μικρής τουρκοκυπριακής μειονότητας, μπορεί να συγκριθεί με τη ναζιστική εκστρατεία Verteidigungskrieg, όταν ο Χίτλερ διέταξε την στρατιωτική εισβολή στην Πολωνία για την υπεράσπιση των Γερμανών.
Οι συνεχείς συνέπειες της κατοχής από την Τουρκία, η οποία διατηρεί μεγάλες στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο, περιλαμβάνουν εθνοκάθαρση, εποικισμό και καταστροφή ή μη εκμετάλλευση των περιουσιών των Ελληνοκυπρίων. Οι οικονομικές επιπτώσεις της τουρκικής εισβολής απαιτούν σημαντικές αποζημιώσεις από την κατοχική δύναμη. Για το λόγο αυτό, τα εγκλήματα πολέμου και οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν, και συνεχίζουν να διαπράττονται, πρέπει να αναγνωρίζονται και να αντιμετωπίζονται ως τέτοια.
Οι συνέπειες της εισβολής και της συνεχούς κατοχής συνδέονται άρρηκτα με κάθε προσπάθεια πολιτικής επίλυσης για όλη τη χώρα. Πώς μπορεί να επιτευχθεί επανένωση χωρίς την αποχώρηση του ξένου στρατού και την επιστροφή των εποίκων; Αν οι εγκληματικές πράξεις και οι συνέπειες τους δεν αποτελούν τον πυρήνα της συζήτησης, τότε το αφήγημα της Τουρκίας περί ασφυξίας της Τ/κ κοινότητας μπορεί να θεωρηθεί κοινωνικό πρόβλημα που στοχοποιεί το νόμιμο κράτος της Κύπρου. Η Τουρκία επιδιώκει την δημιουργία δύο παράλληλων κρατών, προσπαθώντας να προωθήσει αυτό το σχέδιο ως ψευτο-ομοσπονδία. Ακόμη και το καλύτερο σενάριο μιας “μίας χώρας, ενός λαού” ενδέχεται να κρέμεται πάντα από την απειλή διάλυσης, όπως αποδείχτηκε στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Η επανέναρξη του Κυπριακού ως διεθνούς εγκλήματος και παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων αφορά όχι μόνο τη θεμελίωση του προβλήματος στις διεθνείς συνομιλίες αλλά και την ανάγκη ενημέρωσης και εκπαίδευσης για τις βασικές πτυχές του, καθώς και το διεθνές νομικό πλαίσιο που το υποστηρίζει, το οποίο παραμένει άγνωστο στις νέες γενιές και σε άλλα κράτη. Ο χρόνος επιτρέπει στην κατοχική δύναμη να επωφελείται και να προπαγανδίζει για την καταπίεση της Τ/κ μειονότητας.
Ανεξαρτήτως του περιεχομένου και της διεθνούς φύσης του Κυπριακού, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ολοκληρωμένη συμφωνία που ποτέ δεν προχωρά. Αντιθέτως, οι επιμέρους πτυχές του, όπως ο εποικισμός, η προσβολή της ιδιωτικής περιουσίας και οι οικονομικές αποζημιώσεις, πρέπει να επιδιώκονται ξεχωριστά σε διεθνές επίπεδο, κυρίως στην Ε.Ε. Οι υπάρχουσες και μελλοντικές εμπορικές συμφωνίες της Ε.Ε. με την Τουρκία θα πρέπει να επανεξεταστούν βάσει της μη-παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της μη κατοχής κράτους μέλους της Ε.Ε.
Όλα αυτά τα χρόνια, η Κυπριακή Δημοκρατία περιορίζεται σε ήπιες δηλώσεις σχετικά με την μη συμμόρφωση της Τουρκίας στις προϋποθέσεις ένταξης στην Ε.Ε., την οποία ουδέποτε θα επιτύχει για άλλους λόγους. Η επανεκκίνηση σημαίνει δυναμική διεκδίκηση των επιπτώσεων της εισβολής και της συνεχούς κατοχής σε κάθε τους διάσταση, επιβάλλοντας άμεσες κυρώσεις στην Τουρκία, επαναξιολογώντας κάθε συμφωνία της Ε.Ε. που έχει υπογραφεί με την κατοχική χώρα.
* Καθηγητής Νομικής, Cardiff Metropolitan University.