Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ διασχίζει τα έδρανα της Βουλής των Κοινοτήτων για πρώτη φορά ως πρωθυπουργός. Το κλίμα είναι βαρύ, η ήπειρος βυθίζεται στο σκοτάδι του ναζισμού και πολλοί στον Κοινοβούλιο ψιθυρίζουν τη λέξη που απεχθάνεται: «συμβιβασμός».
Ορισμένοι ζητούν «ειρήνη με τον Χίτλερ», επιθυμώντας να αποφευχθεί μια ακόμη σφαγή όπως εκείνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Τσόρτσιλ τους ακούει και τους αγνοεί.
Στις 13 Μαΐου 1940, στέκεται μπροστά τους, με το χαρτί στα χέρια του και την απόφαση ριζωμένη μέσα του. «Δεν έχω τίποτα να σας προσφέρω», λέει, «παρά μόνο αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα». Η δήλωση δεν προσφέρει παρηγοριά ούτε υποσχέσεις. Αντίθετα, προειδοποιεί: η δοκιμασία που έρχεται θα είναι σφοδρή. Θα απαιτηθούν μήνες σκληρής μάχης, θα χυθεί αίμα, και θα περάσουν από τη φωτιά.
Η φωνή του παραμένει σταθερή. Όταν τον ρωτούν ποια είναι η στρατηγική του, απαντά: «Να κάνουμε πόλεμο. Στη στεριά, στη θάλασσα, στον αέρα, με όλες μας τις δυνάμεις και τη δύναμη που μπορεί να μας δώσει ο Θεός». Όταν ρωτάται ποιος είναι ο στόχος του, απαντά μονολεκτικά: «Νίκη. Νίκη με κάθε κόστος. Νίκη, παρά τον τρόμο. Νίκη, όσο δύσβατος κι αν είναι ο δρόμος, γιατί χωρίς νίκη δεν υπάρχει επιβίωση».
Η φλόγα έχει ανάψει
Οι βουλευτές σωπαίνουν. Ορισμένοι τον κοιτούν σκεπτικοί, άλλοι με ανακούφιση. Το Εργατικό Κόμμα τον υποστηρίζει θερμά, ενώ οι Συντηρητικοί δείχνουν πιο επιφυλακτικοί—πολλοί προτιμούσαν τον Τσάμπερλεν. Όμως, ο Τσόρτσιλ δεν φαίνεται να τους υπολογίζει. «Καημένοι άνθρωποι», λέει αργότερα στον στρατηγό Ίσμεϊ. «Με εμπιστεύονται… κι εγώ δεν έχω να τους προσφέρω παρά συμφορές για καιρό ακόμα».
Η φλόγα έχει ήδη ανάψει. Από αυτό το βήμα ξεκινούν οι ομιλίες που θα σφραγίσουν την εποχή. Ομιλεί όταν όλα καταρρέουν. Όταν η Γαλλία πλήττεται καίρια. Όταν το Λονδίνο δέχεται βομβαρδισμούς. Όταν όλοι γύρω ψάχνουν για ελπίδα.
«Αν σταθούμε ενωμένοι απέναντι στον Χίτλερ», λέει, «ίσως η Ευρώπη να ελευθερωθεί. Αν καταρρεύσουμε, τότε όλος ο κόσμος, ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα βυθιστούν σε μια νέα σκοτεινή εποχή, πιο τρομερή και παρατεταμένη από ποτέ, λόγω του διαστροφικού φωτός της επιστήμης». Και κλείνει με τις λέξεις: «Ας ανταποκριθούμε στο χρέος μας, ώστε, αν η Βρετανική Κοινοπολιτεία επιβιώσει για χίλια χρόνια, οι άνθρωποι να λένε: “Αυτή ήταν η πιο ένδοξη ώρα τους”».
Ένα έθνος έτοιμο να θυσιαστεί
Δεν ζητά μόνο εμπιστοσύνη. Ζητά πίστη στην ελπίδα, τη στιγμή που όλα μοιάζουν χαμένα. Έτσι, μέσα σε λίγες μέρες, μεταμορφώνεται από «ενοχλητικό πολεμοχαρή» σε ηγέτη ενός έθνους έτοιμου να θυσιαστεί. Οι λέξεις του δεν είναι σχεδιασμένες για να καθησυχάζουν· είναι σφυριά που καλούν το λαό να αντισταθεί στην καταστροφή.
Και από αυτήν την ημέρα, η Ιστορία αρχίζει να αλλάζει κατεύθυνση.