Κωνσταντίνος Μαρινάκος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, πρόεδρος του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου και αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων
Παρά την ανοδική πορεία του ελληνικού τουρισμού, τα οικονομικά μεγέθη στην Πελοπόννησο παραμένουν απογοητευτικά, με πτωτική τάση. Σύμφωνα με στοιχεία από το INSETE για το 2023, τα έσοδα της Πελοποννήσου ανέρχονται μόλις στο 2% των συνολικών εσόδων της χώρας, με άμεση τουριστική δαπάνη στα 554 εκατ. ευρώ, που αναμένεται να μειωθεί στα 545 εκατ. ευρώ το 2024.
Στο μεταξύ, η φετινή ανάλυση του INSETE για τον εισερχόμενο τουρισμό αποκαλύπτει μια ενδιαφέρουσα δυναμική: Περιφέρειες όπως η Ήπειρος, η Στερεά Ελλάδα, το Βόρειο Αιγαίο, η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη και η Δυτική Ελλάδα, οι οποίες παλαιότερα ήταν περιθωριοποιημένες στην τουριστική αγορά, παρουσιάζουν σημαντική αύξηση σε επισκέψεις, διανυκτερεύσεις και έσοδα, διεκδικώντας μεγαλύτερο μερίδιο στην τουριστική πίτα.
Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυξανόμενο ενδιαφέρον για μεγάλες επενδύσεις στον τομέα του «πολυτελούς τουρισμού» στην Πελοπόννησο. Αυτές οι επενδύσεις, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη δραστηριότητας στον «τουρισμό υπαίθρου» (πεζοπορία, οινοτουρισμός, ελαιοτουρισμός) και τον «τουρισμό υγείας», δημιουργούν προοπτικές για την Πελοπόννησο να εξελιχθεί σε κορυφαίο προορισμό ποιοτικού τουρισμού στη Μεσόγειο.
Σημαντικοί επιχειρηματικοί παράγοντες έχουν ήδη επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για 5άστερες μονάδες και πολυτελείς κατοικίες στην Πελοπόννησο, κυρίως σε συνεργασία με διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες. Ονόματα όπως Six Senses, Waldorf Astoria, Four Seasons, Radisson και Fattal έχουν εγκαινιάσει παρουσία στην περιοχή, ενώ το ενδιαφέρον από Rocco Forte, Ritz Carlton, Rosewood και Israel Canada είναι επίσης έντονο.
Πρόσφατα, εγκρίθηκε ένα νέο τουριστικό project του «πολυτελούς τουρισμού» υπό την αιγίδα της Waldorf Astoria Hotels & Resorts της Hilton, με προϋπολογισμό άνω των 250 εκατ. ευρώ. Αυτή η επένδυση προστίθεται στη σειρά εμβληματικών έργων στην Αργολική Ριβιέρα και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου.
Επενδυτές όπως ο πλούσιος σεΐχης του Άμπου Ντάμπι Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ Αλ Ναχαγιάν και ο Ιρλανδός μεγιστάνας του χάλυβα Πολ Κόλσον, καθώς και μεγάλα ξένα funds από ΗΠΑ, Ισραήλ και Βόρεια Ευρώπη, συναγωνίζονται για luxury επενδύσεις, με αμείωτο το ενδιαφέρον.
Έτσι, η Πελοπόννησος τοποθετείται πιο ψηλά στις προτιμήσεις εγχώριων και ξένων αγοραστών πολυτελών ακινήτων. Η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα έχει επίσης ενισχύσει το ενδιαφέρον των private equity για επενδύσεις στο real estate.
Η στιγμή είναι ιδανική για την ανάδειξη της Πελοποννήσου ως ισχυρού προορισμού με εύκολη πρόσβαση, προσφέροντας περισσότερα από το παραδοσιακό τουριστικό προϊόν των ελληνικών νησιών, εστιάζοντας στον ποιοτικό τουρισμό στη Μεσόγειο.
Η Πελοπόννησος δεν περιορίζεται μόνο στον «πολυτελή τουρισμό». Έχει διαχρονικά αναγνωριστεί ως κορυφαίος πολιτιστικός προορισμός, φιλοξενώντας πάνω από το 50% του πολιτιστικού πλούτου της χώρας, και πρόσφατα έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται και για τον «τουρισμό υπαίθρου», με έμφαση στη πεζοπορία, τον αγροτουρισμό και τον τουρισμό υγείας.
Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, είναι κρίσιμο να επενδυθούν δημόσιες υποδομές, εστιάζοντας σε τομείς όπως η τεχνολογία, οι μεταφορές και η υγεία, προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες για τους πολίτες και τους επισκέπτες.
Οι τελευταίες
Σε κάθε περίπτωση, με συστηματικό σχεδιασμό και αναβάθμιση υποδομών, η Πελοπόννησος μπορεί να αναδειχθεί σε κορυφαίο προορισμό ποιοτικού τουρισμού στη Μεσόγειο.
Αυτές οι προσπάθειες πρέπει να τελούνται μέσα από έναν στρατηγικό σχεδιασμό που θα περιλαμβάνει ενεργή συνεργασία φορέων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, δημιουργώντας ισχυρή δομή διαχείρισης και προώθησης του τουριστικού προορισμού…