Το 1944, οι Γερμανοί πρόσφεραν τη ζωή του Σουκατζίδη σε αντάλλαγμα για κάποιον άλλο, αλλά εκείνος αρνήθηκε και εκτελέστηκε!
Κατά την Πρωτομαγιά του 1944, οι Γερμανοί κατακτητές ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να εκτελέσουν 200 Έλληνες κρατούμενους στα κολαστήρια του Χαϊδαρίου, ως αντίποινα για την «ανδραγαθία» κομμουνιστών που σκότωσαν έναν Γερμανό στρατηγό και τρεις αξιωματικούς τους.
Ανάμεσα στους κρατούμενους, ήταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης, μια ασυμβίβαστη μορφή που θυσιάστηκε για την ελευθερία. Παρά την πρόταση από τους Γερμανούς να του χαρίσουν τη ζωή αν αναλάμβανε άλλος τη θέση του, αποφάσισε να πεθάνει, αφήνοντας έτσι τη θέση του για κάποιον άλλο, τονίζοντας ότι δεν ήθελε να προκαλέσει τον πόνο σε κάποια μητέρα.
Το πρωί της Πρωτομαγιάς, δέκα καμιόνια περίμεναν να παραλάβουν τους εκτοπισμένους. Οι μελλοθάνατοι, αδιαφορώντας για την τύχη τους, τραγουδούσαν και χόρευαν. Όταν ο Γερμανός αξιωματικός Κάρλ Φίσσερ διάβασε τη λίστα των κρατουμένων, ο Σουκατζίδης προχώρησε και θέση ανυψώθηκε στην ομάδα των έντονων. Το όνομά του ήταν το 167 στη λίστα των θυμάτων.
Ο Φίσσερ του πρόσφερε τη ζωή του αν άλλαζε θέση με κάποιον άλλον. Αλλά εκείνος, αταλάντευτος, απάντησε: «Ο θάνατος διάλεξε εμένα. Δεν δέχομαι». Στις τελευταίες του στιγμές, οι κρατούμενοι πέταξαν σημειώματα με μηνύματα που χαρακτήριζαν την ανθρωπιά και ελπίδα τους, περιμένοντας να φτάσουν στους αγαπημένους τους.
Γεννημένος στην Προύσα το 1909, ο Ναπολέων είχε ρίζες από την ποντιακή περιοχή της Σινώπης. Σπούδασε στη Μέση και Ανώτατη Εμπορική Σχολή, εργάστηκε ως λογιστής και συμμετείχε ενεργά στα συνδικαλιστικά κινήματα, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψή του και την εξορία του στον Άι Στράτη, προτού μεταφερθεί σε πολλές φυλακές, τελικά καταλήγοντας στο Χαϊδάρι.
Η προσωπικότητά του ήταν χαρακτηριστική. Ο Σουκατζίδης συνδύαζε σοβαρότητα και μόρφωση, λειτουργώντας ως πηγή έμπνευσης και δύναμης για τους κρατούμενους. Εξαιτίας της γνώσης της γερμανικής γλώσσας, τους υποστήριζε και μετέφραζε κατά τη διάρκεια των επαφών τους με τους φρουρούς.
Δεν υποχώρησε μπροστά στον θάνατο. Ήταν ο τελευταίος που εκτελέστηκε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, οι Γερμανοί ανάγκασαν κατοίκους να μεταφέρουν τα σώματα των θυμάτων, ενώ οι περαστικοί έκλειναν τα παράθυρα, αποσοβώντας το τραγικό θέαμα. Λίγοι συγγενείς άφηναν λουλούδια στη μνήμη τους στον τόπο της εκτέλεσης.
Ο Γιάννης Ρίτσος συνέθεσε το τραγούδι «Μέρα Μαγιού με μίσεψες» και ο Κώστας Βάρναλης έγραψε: «Ήτανε πρώτη του Μαγιού…». Συνεχίζουν να ζουν στη μνήμη μας οι ήρωες που θυσιάστηκαν για την ελευθερία.