Η μεγαλύτερη κρίση αστέγων στην τρίτη ηλικία που έχει παρατηρηθεί ποτέ δεν προέρχεται μόνο από την φτώχεια ή τις εξαρτήσεις. Υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό: αφορά μια συγκεκριμένη γενιά.
Σύμφωνα με εκτενή ρεπορτάζ των New York Times, οι baby boomers του δεύτερου μισού – άνθρωποι που γεννήθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως τα μέσα του ’60 – έχουν βιώσει μια ζωή γεμάτη ανεργία, επισφάλεια και εγκατάλειψη.
Αυτή τη στιγμή, έχοντας χάσει το τελευταίο τους στήριγμα – τους γονείς τους – αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν μια σκληρή αλήθεια: δεν έχουν πού να πάνε. Για δεκάδες χιλιάδες, η μόνη επιλογή είναι η ζωή στους δρόμους.
Η πιο ευάλωτη γενιά
Οι τελευταίοι baby boomers – αυτοί που γεννήθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως τα μέσα του ’60 – έχουν ζήσει σε πιο δύσκολες συνθήκες από τις προηγούμενες ή μεταγενέστερες γενιές. Μεγάλωσαν σε πυκνοκατοικημένες πόλεις, εισήλθαν στην αγορά εργασίας σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, εργάστηκαν σε θέσεις χωρίς μέλλον και είδαν τους μισθούς τους να μειώνονται λόγω της μετάβασης σε μια μεταβιομηχανική οικονομία.
Μελέτες από το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και το Boston University δείχνουν ότι οι άνθρωποι αυτής της γενιάς ήταν 1,5 έως 2 φορές πιο πιθανό να γίνουν άστεγοι σε οποιαδήποτε ηλικία – στα 30, 40, 50 και τώρα στα 60 τους. Ενώ το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κάποτε τους προστάτευε, τώρα δεν είναι αρκετό.
Σε διάστημα τεσσάρων ετών, ο αριθμός των αστέγων άνω των 65 ετών έχει αυξηθεί κατά 50%, ξεπερνώντας τους 70.000. Η απώλεια των γονέων, οι οποίοι προσέφεραν στέγη και υποστήριξη, είναι συχνά η χαριστική βολή.
Η στιγμή που χάνεται η στήριξη των γονιών
Οι New York Times αναφέρουν την περίπτωση του Άντονι Φόρεστ, ο οποίος έμεινε άστεγος στα 55 του, όταν η μητέρα του μεταφέρθηκε σε οίκο ευγηρίας. Μέχρι τότε, κοιμόταν στον καναπέ του διαμερίσματος που πλήρωνε εκείνη στην Ουάσιγκτον.
Όταν του ανακοίνωσαν ότι θα παραδώσουν τα κλειδιά, μάζεψε όσα μπορούσε σε δύο σακούλες σκουπιδιών και επέστρεψε στην γειτονιά της παιδικής του ηλικίας, κοιμόμενος σε πάρκινγκ.
Αυτό ήταν μόνο η αρχή μιας εκτενούς περιόδου αστεγίας που συνεχίζεται για 15 χρόνια. Σήμερα είναι 70 ετών και ανήκει σε μια γενιά που σταθερά καταγράφει υψηλότερα ποσοστά αστέγων από οποιαδήποτε άλλη.
«Δεν ευθύνομαι εγώ – η εποχή φταίει»
Ο Άντονι είναι γιος μεταναστών από τη Βόρεια Καρολίνα. Η μητέρα του, Θέσι Γκριν, ήρθε στην Ουάσιγκτον το 1948 και υπηρέτησε ως νοσοκόμα και δασκάλα, δουλεύοντας μέχρι τα 79 της. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός ατμού. Ανέθρεψαν έξι παιδιά. Ο ένας έγινε φαρμακοποιός, ενώ ο άλλος εργάζεται στον τομέα της πληροφορικής. Ο Άντονι, τρίτος στη σειρά, δεν τα κατάφερε ποτέ. Δεν είχε υπομονή για το σχολείο και βγήκε στην αγορά εργασίας το 1974, σε μια από τις χειρότερες περιόδους για νέους εργαζομένους.
Δούλεψε ως λαντζιέρης, καθαριστής, και βοηθός σε γηροκομεία και μουσεία. Οι θέσεις εργασίας αυτές ήταν χαμηλόμισθες, χωρίς σταθερό ωράριο, σε μια οικονομία που δεν χρειαζόταν πλέον ανειδίκευτους. Δεν είχε ποτέ δικό του σπίτι. Όταν σοβαρά τραυματίστηκε από μεθυσμένο οδηγό, το μέλλον του άλλαξε οριστικά.
Εξαρτήσεις και παρακμή της γειτονιάς
Η γειτονιά του, η Shaw, υπήρξε κάποτε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της μαύρης αστικής τάξης στην Ουάσιγκτον. Ωστόσο, τη δεκαετία του ’80, η εξάπλωση του crack τη μετέτρεψε σε πεδίο παρακμής και βίας. Ο Άντονι βρέθηκε μπλεγμένος με ναρκωτικά, καταδικάστηκε για μικροαδικήματα και εθίστηκε για δεκαετίες. Όταν έχασε την μητέρα του, δεν είχε κανέναν να τον υποστηρίξει. Τα αδέλφια του τον απέφευγαν λόγω των εξαρτήσεών του, και η αγορά στέγης ήταν απαγορευτική. Ακόμη και αν έβρισκε δουλειά με τον βασικό μισθό, τα ¾ του μισθού θα πήγαιναν στο φτηνό ενοίκιο.
Έτσι, άρχισε να κοιμάται σε πάρκινγκ, παγκάκια, σχολικά σκαλοπάτια και εγκαταλειμμένα κτήρια. Κάποια στιγμή έμενε δωρεάν σε ένα σπίτι με αντάλλαγμα την καθαριότητα, μέχρι που η σύντροφός του έκλεψε από άλλους ενοίκους και τους έδιωξαν. Σε άλλη φάση, βρήκε έναν φίλο με κλειδιά σε άδειο οικοδόμημα και δημιούργησαν το δικό τους «ξενοδοχείο», το οποίο ονόμασαν «Abando-minium».
Γερνώντας χωρίς στέγη – και χωρίς υγεία
Η καθημερινότητα στους δρόμους τον έχει αποδυναμώσει. Πολλές μέρες κάθεται στην ίδια γωνία της 9ης Οδού με ένα κουτάκι μπύρας στο χέρι, χαμογελώντας αλλά ταλαιπωρημένος. Οι ντόπιοι τον αποκαλούν «δήμαρχο». Έχει χάσει τα περισσότερα δόντια του, πάσχει από πρησμένα δάχτυλα, και έχει ασταθές βάδισμα με συχνές πτώσεις. Πέρυσι, έσπασε τον αστράγαλό του και πέρασε μήνες σε κέντρο αποκατάστασης.
Έρευνες δείχνουν ότι οι άστεγοι της γενιάς του παρουσιάζουν βιολογική φθορά αντίστοιχη με ανθρώπους 20 χρόνια μεγαλύτερους – από γνωστική εξασθένηση μέχρι αδυναμία βάδισης. Οι περισσότεροι πεθαίνουν νωρίτερα και κοστίζουν στο σύστημα υγείας πολύ περισσότερο από τους συνομήλικούς τους που έχουν στέγη.
Δομική αποτυχία
Η περίπτωσή του είναι ενδεικτική. Χιλιάδες συνομήλικοί του, κυρίως άνδρες που εργάστηκαν σε χαμηλόμισθες θέσεις και παρέμειναν στα σπίτια των γονιών τους για δεκαετίες, βρέθηκαν στους δρόμους όταν αυτοί απεβίωσαν. Το 13% των ανθρώπων άνω των 50 που έγιναν άστεγοι δήλωσαν ότι ο θάνατος συγγενούς ή φίλου ήταν το καθοριστικό γεγονός.
Η δρ. Μάργκοτ Κάσελ από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας δηλώνει ότι «αυτές οι ιστορίες επαναλαμβάνονται συνεχώς: άνδρες που τα κατάφερναν ζώντας με τη μητέρα τους».
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι δεν πρόκειται για ατομικές αποτυχίες, αλλά για μια θεμελιώδη, γενεακή αδικία. «Όταν μια ολόκληρη γενιά δείχνει αυτή την συνεχή ευαλωτότητα, δεν μπορεί να φταίει ο καθένας ατομικά», αναφέρει στους NYT ο κοινωνιολόγος Κάλχαϊν. «Οι κοινωνικές συνθήκες που βίωσε ως ομάδα φέρουν την ευθύνη».