Στο πλαίσιο των ραγδαίων γεωπολιτικών εξελίξεων, σήμερα, Τρίτη, ξεκινούν οι διαδικασίες της προανακριτικής επιτροπής για τον πρώην υπουργό Κώστα Καραμανλή. Ωστόσο, η έναρξή της δεν φαίνεται να ενισχύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, αλλά αντίθετα αναδεικνύει μια θεμελιώδη αντίφαση στην κοινωνία. Από τη μια, υπάρχει η επιθυμία για πλήρη διαφάνεια, τόσο στη συγκεκριμένη υπόθεση όσο και στον τρόπο που διαχειρίζεται το πολιτικό σύστημα κρίσιμα ζητήματα. Από την άλλη, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες είναι απλώς προσχηματικές, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες στους πολίτες.
Τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας στη Βουλή, αντί να μειώσουν την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα, την επιδείνωσαν, ενισχύοντας τη δυσπιστία. Η γλώσσα και ο τρόπος διεξαγωγής των επιθέσεων, που επικράτησαν στο κοινοβούλιο και επεκτάθηκαν στη δημόσια σφαίρα, φάνηκαν να υποτιμούν τη διαδικασία κατά την οποία αρκετοί παρακολουθούν από απόσταση τα κομματικά ακροατήρια.
Σε αυτό το κλίμα, η επικοινωνιακή στρατηγική των κομμάτων ενισχύει την αντίληψη ότι πρόκειται για μια διαδικασία χωρίς ουσιαστικό διακύβευμα και τροφοδοτεί την κόπωση και την απογοήτευση ενός μέρους των πολιτών. Για αυτούς, η πολιτική φαίνεται πλέον να είναι περισσότερο χώρος ανακύκλωσης παρά πεδίο αλλαγής. Έτσι, η απομάκρυνση από τις εκλογικές διαδικασίες εκφράζει όχι μόνο αδιαφορία, αλλά κι έναν πολιτικό προβληματισμό για την έλλειψη ρεαλιστικών επιλογών.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της GPO (Ιούνιος 2025), το 68,1% των πολιτών θα επιθυμούσε διαφορετική κυβέρνηση και στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγείται με 27,2%, ενώ οι υπόλοιπες πολιτικές ηγεσίες μένουν σε μονοψήφια ποσοστά. Έτσι, αντί να εμφανιστεί μια ισχυρή εναλλακτική, επικρατεί γενική δυσπιστία.
Η εκλογική συμπεριφορά το αποτυπώνει αυτό. Η αυξανόμενη αποχή είναι το πιο ηχηρό πολιτικό μήνυμα, και ταυτόχρονα το πιο υποτιμημένο. Στις εθνικές εκλογές του 2023, η αποχή ανήλθε στο 39,1%, ενώ στις ευρωεκλογές του 2024 εκτινάχθηκε στο 59,2%. Αυτό υποδηλώνει ξεκάθαρα ότι ένα αυξανόμενο τμήμα της κοινωνίας δεν βρίσκει κανένα πολιτικό σχήμα ικανό να το εκπροσωπήσει. Επιπλέον, όταν η διερεύνηση μιας εθνικής τραγωδίας, όπως το δυστύχημα των Τεμπών, μετατίθεται από την ουσία στην επικοινωνιακή διαχείριση, το χάσμα μεγαλώνει.
Η εμπιστοσύνη στην πολιτική δεν αποκαθίσταται με επικοινωνιακά τρικ ή προσεκτικά διατυπωμένες δηλώσεις για στιγμιαίο χειροκρότημα. Όσο η πολιτική επικοινωνία επικεντρώνεται στην εικόνα και όχι στο περιεχόμενο, στην εντύπωση και όχι στην ευθύνη, η πεποίθηση ότι η πολιτική εξυπηρετεί τους διαχειριστές της και όχι τους πολίτες, θα εδραιώνεται.
Οι πολίτες δεν αναζητούν παραστάσεις. Θέλουν λογοδοσία, προοπτική και την αίσθηση ότι η ψήφος τους έχει νόημα πέρα από την απλή ενίσχυση των κομματικών ποσοστών. Αυτή η ανάγκη δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με προσωρινές επικοινωνιακές στρατηγικές, αλλά απαιτεί διαφάνεια, αλήθεια και ουσιαστική εκπροσώπηση. Όταν το πολιτικό σύστημα αγνοεί αυτή την απαίτηση, το τίμημα είναι η σταδιακή απομάκρυνση των πολιτών από τον δημόσιο βίο, ένα μήνυμα του καιρού μας.
*Η Ελένη Κριτσιδήμα είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας