Λονδίνο, 5 Ιουνίου 1833. Η ομίχλη δεν έχει ακόμα διαλυθεί στους δρόμους του Μέριλεμποουν, ωστόσο στο σαλόνι του Τσαρλς Μπάμπατζ επικρατεί ένταση.
Αυτή είναι μια από τις διάσημες επιστημονικές «soirées» του, όπου το σαλόνι του γεμίζει με μαθηματικούς, μηχανικούς, φιλοσόφους και περίεργους αριστοκράτες.
Όμως απόψε κάτι είναι διαφορετικό. Στην αίθουσα εισέρχεται μια 17χρονη με αποφασιστικό βλέμμα και γεμάτη προσμονή — είναι η Έιντα Λάβλεϊς, κόρη του ποιητή Λόρδου Μπάυρον και μαθητής της Μαίρης Σόμερβιλ.
Η Σόμερβιλ, μία από τις λίγες γυναίκες στον επιστημονικό κόσμο της εποχής, πλησιάζει τον Μπάμπατζ. «Κύριε Μπάμπατζ, επιτρέψτε μου να σας γνωρίσω τη δεσποινίδα Λάβλεϊς. Νομίζω πως θα έχετε πολλά να συζητήσετε».
Ο Μπάμπατζ γέρνει το κεφάλι του ελαφρώς. Στα 42 του, με τη φήμη του «πατέρα του υπολογιστή», οραματίζεται μηχανές που οι χορηγοί του δεν έχουν ακόμα κατανοήσει πλήρως. Και ξαφνικά, έχει μπροστά του μια κοπέλα που δεν ρωτά τι κάνει η μηχανή, αλλά πώς το κάνει.
Η σπίθα της μηχανής
Την οδηγεί κοντά στη διαφορική μηχανή — τον μεταλλικό γίγαντα. Γρανάζια, τροχοί, γεωμετρία, λογική αποτυπωμένη σε ορείχαλκο. Η Άντα δεν αναβοσβήνει. «Αυτό… είναι σκέψη που γίνεται μηχανή», ψιθυρίζει.
Ο Μπάμπατζ την κοιτάζει ξανά. Κανείς άλλος δεν έχει κατανοήσει τόσο γρήγορα τι προσπαθεί να κατασκευάσει.
Η σπίθα ανάβει. Από εκείνο το βράδυ, η Άντα δεν είναι πλέον μόνο η κόρη ενός ποιητή. Είναι συνεργάτιδα. Φίλη. Μαθήτρια και συνομιλήτρια ενός ανθρώπου που ονειρεύεται αποδοτικούς υπολογισμούς και την ανθρωπότητα ελεύθερη από ανθρώπινα λάθη.
Με την ικανότητά της να συνδυάζει τα μαθηματικά με τη φαντασία, θα είναι η πρώτη που θα συλλάβει την έννοια του προγράμματος. Θα περιγράψει —σε μια εποχή που ο ηλεκτρισμός είναι ακόμα θαύμα— πώς η μηχανή του Μπάμπατζ μπορεί να εκτελεί όχι μόνο αριθμούς, αλλά και ιδέες.
Η φιλία, οι επιστολές, οι μηχανές
Η Άντα επιστρέφει σπίτι της το βράδυ εκείνο ανήσυχη. Όχι από σύγχυση, αλλά από ενθουσιασμό. Ο κόσμος γύρω της δεν της αρκεί πια. Δεν θέλει να κεντάει, να μαθαίνει γαλλικά ή να παίζει πιάνο για να διασκεδάζει την κοινωνία.
Θέλει να κατανοήσει – να αγγίξει τη βαθιά λογική του σύμπαντος μέσω των αριθμών και των μηχανών.
Αρχίζει να αλληλογραφεί τακτικά με τον Μπάμπατζ. Οι επιστολές τους καλύπτουν μαθηματικά, φιλοσοφία, μηχανική· αγγίζουν τα σύνορα της επιστημονικής φαντασίας. Εκείνος, συχνά δύστροπος, ανοίγει την καρδιά του σε αυτή τη γυναίκα που κατανοεί τις ιδέες του όχι μόνο ως υπολογισμούς, αλλά και ως ποίηση. «Ο εγκέφαλός της», θα γράψει αργότερα, «μοιάζει με τον δικό μου».
Το 1834, ο Μπάμπατζ αναπτύσσει την Αναλυτική Μηχανή. Ό,τι η Διαφορική Μηχανή είναι για τους αριθμούς, η Αναλυτική είναι για την έννοια. Δεν πρόκειται πλέον απλώς για εργαλείο αριθμητικής, αλλά για έναν καθολικό υπολογιστή. Εντολές. Αποθήκευση. Μνήμη. Επαναληπτικά σχήματα. Όλα αυτά, ακόμη και πριν ο κόσμος ανακαλύψει το ηλεκτρόνιο.
Η Άντα γίνεται η «σκιά» του. Ρουφά τις σημειώσεις του, τις αντιγράφει, τις σχολιάζει. Και δεν είναι παθητική γραφέας. Βλέπει σε αυτό το σύστημα τροχαλιών και καρτών ένα μέλλον που ίσως εκείνος δεν τολμά να φανταστεί.
Η πρώτη προγραμματίστρια
Το 1842, η Άντα μεταφράζει ένα γαλλικό δοκίμιο για την Αναλυτική Μηχανή. Ωστόσο, αυτό είναι μόνο το προκάλυμμα. Στο τέλος της μετάφρασης, προσθέτει τις δικές της εκτενείς σημειώσεις — τρεις φορές μεγαλύτερες από το ίδιο το κείμενο. Εκεί περιγράφει πώς η μηχανή μπορεί να εκτελεί μια σειρά αριθμητικών πράξεων με καθορισμένα βήματα.
Περιγράφει, λοιπόν, χωρίς να το ονομάζει, το πρώτο πρόγραμμα στην ιστορία των υπολογιστών.
Γράφει τον πρώτο αλγόριθμο, σχεδιασμένο να εκτελείται από μια μηχανή. Αυτή η περιγραφή, που παρουσιάζεται στη Σημείωση G, είχε σκοπό να υπολογίζει τους αριθμούς Bernoulli στη θεωρητική μηχανή του Μπάμπατζ.
Και προχωράει ακόμη παραπέρα: φαντάζεται τη Μηχανή να συνθέτει μουσική, να χειρίζεται σχέσεις, να παράγει όχι μόνο αριθμητικά αλλά και συμβολικά μοτίβα. «Η μηχανή δεν γνωρίζει τίποτα· μπορεί όμως να κάνει τα πάντα, αν της πεις πώς», σημειώνει.
Ο κόσμος την κοροϊδεύει. «Η Κόμισσα που μιλά για γρανάζια», κυκλοφορεί στις κοινωνικές πιάτσες του Λονδίνου. Ο σύζυγός της, περισσότερο ευγενής παρά σύμμαχος, δεν κατανοεί το πάθος της. Ούτε ο Μπάμπατζ, που της έδειξε τη Μηχανή, έχει πια τη δύναμη ή την αποφασιστικότητα να ολοκληρώσει το έργο του. Βυθίζεται στην πικρία του, αρνείται χρηματοδότες και τεχνίτες.
Ωστόσο, η Άντα επιμένει. Γράφει, ονειρεύεται, υποφέρει. Το σώμα της αδυνατίζει, μα το πνεύμα της εκρήγνυται. «Το μυαλό της πετά», θα πει ο Μπάμπατζ όταν εκείνη αρρωστήσει βαριά.
Πριν φύγει από τη ζωή, στα 36 της χρόνια, του ζητά μόνο ένα: να ταφεί δίπλα στον πατέρα της, τον Λόρδο Βύρωνα. Αυτόν που δεν γνώρισε ποτέ — αλλά της χάρισε τη σπίθα της φαντασίας που συνάντησε τη λογική.
Η κληρονομιά της Άντα
Ο Μπάμπατζ ζει πολλά χρόνια ακόμη. Βλέπει το όνομά του να ξεθωριάζει, τα γρανάζια του να παραμένουν ανενεργά. Μα ποτέ δεν ξεχνά την Άντα. Όχι γιατί την θαύμασε — πολλοί το έκαναν. Αλλά διότι την κατάλαβε. Γιατί εκείνη, σε μια κοινωνία που απαιτούσε σιωπή από τις γυναίκες, είδε στη Μηχανή τον καθρέφτη του ανθρώπινου νου.
Το έργο της Άντα ξεχνιέται για πάνω από έναν αιώνα. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, οι επιστήμονες ανακαλύπτουν ξανά τις σημειώσεις της και συνειδητοποιούν: αυτό που περιγράφει είναι πρόγραμμα υπολογιστή. Το πρώτο στον κόσμο.
Σήμερα, η γλώσσα προγραμματισμού Ada φέρει το όνομά της. Η NASA την τιμά, η Google την αναγνωρίζει στα σεμινάριά της, η Βρετανική Βιβλιοθήκη εκθέτει τα γράμματά της. Η εικόνα της εμφανίζεται σε αφίσες για τις γυναίκες στην τεχνολογία.
Και κάθε Οκτώβριο, γιορτάζεται η Ada Lovelace Day — μια ημέρα για να θυμόμαστε όχι μόνο την πρώτη γυναίκα στον τομέα της πληροφορικής, αλλά και την πρώτη που οραματίστηκε τον υπολογιστή όπως τον γνωρίζουμε σήμερα: μια μηχανή που εκτελεί ιδέες.
Κάθε φορά που ένας αλγόριθμος τρέχει, κάθε φορά που ένα πρόγραμμα εκκινεί, πίσω από τις γραμμές του βρίσκεται η Άντα.
Η κόμισσα που είδε ποίηση στα γρανάζια. Η γυναίκα που μίλησε τη γλώσσα του μέλλοντος, πριν καν εφευρεθεί το παρόν.