Οι προοπτικές ανάπτυξης της αχλαδοκαλλιέργειας στην Ελλάδα διαγράφονται θετικές και ελπιδοφόρες. Το αχλάδι εμφανίζεται πιο ανθεκτικό στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε σχέση με άλλα φρούτα, ενώ απολαμβάνει μεγάλη προτίμηση από τους καταναλωτές. Αυτά σημείωσε ο καθηγητής Δενδροκομίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Γιώργος Νάνος.
«Χρειαζόμαστε μια αλλαγή προοπτικής ώστε να εξετάσουμε ποιες νέες ποικιλίες αχλαδιών μπορούμε να καλλιεργήσουμε, οι οποίες να είναι παραγωγικές, ανθεκτικές και νοστιμότερες σε σύγκριση με τις σημερινές που προσφέρουμε, οι οποίες συχνά είναι άνοστες και σκληρές», τόνισε ο κ. Νάνος, μιλώντας στην Διεθνή Συνδιάσκεψη Αχλαδιού, η οποία διεξάγεται στο πλαίσιο της Διεθνούς Εμπορικής Έκθεσης Φρούτων και Λαχανικών «FRESKON» στη ΔΕΘ από σήμερα έως τις 12 Απριλίου.
Οι επιπτώσεις στις παραδοσιακές περιοχές καλλιέργειας
Μέχρι το 1988, όταν η ελληνική δενδροκομία ήταν σε άνθηση και η χώρα εξάγει σε όλη την ΕΕ, η αχλαδιά αναπτυσσόταν κυρίως σε Θεσσαλία και Μακεδονία. Ωστόσο, η εμφάνιση του βακτηριακού καψίματος οδήγησε σε απώλειες ποικιλιών και εκτάσεων. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε τη δεκαετία του 1990 με την άφιξη της ψύλλας, με αποτέλεσμα να χαθούν πολλές παραδοσιακές περιοχές καλλιέργειας.
Σήμερα καλλιεργούνται κυρίως κλασικές ποικιλίες, όπως η Κρυστάλλια, η Santa Maria, η Κοντούλα, η Coscia, η Sissy και οι μεταποιήσιμες Williams και Highland, αν και, όπως επεσήμανε, «η μεταποίηση είναι μια ακριβή διαδικασία και δεν αναπτύσσεται ιδιαίτερα στην Ελλάδα».
Ο κ. Νάνος αναφέρθηκε στα υπάρχοντα προβλήματα, επισημαίνοντας ότι οι προαναφερόμενες ασθένειες παραμένουν και «γι’ αυτό και σε πολλές χρονιές οι παραγωγές είναι μειωμένες».
Αναφερόμενος στις παραγωγικές διαδικασίες, σημείωσε ότι απαιτούνται πολλές εισροές σε όλα τα στάδια, με αποτέλεσμα το υψηλό κόστος παραγωγής, το οποίο αν μειωθεί, «θα μπορέσει και πρέπει να υπάρξει αύξηση στην παραγωγή αχλαδιών στη χώρα μας».
Ακατάλληλες καλλιεργητικές πρακτικές
Σχετικά με τις παρούσες καλλιεργητικές πρακτικές, ο κ. Νάνος δήλωσε ότι δεν είναι σωστές, αναφερόμενος ως παράδειγμα στη μη ορθή χρήση γιββεριλινών, που θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε κακές καιρικές συνθήκες κατά την περίοδο της άνθισης.
«Ακόμα και όταν υπάρχει ολοκληρωμένη διαχείριση και πιστοποίηση, γίνονται λάθη στην καλλιέργεια, διότι το μόνο που ενδιαφέρει τους παραγωγούς και τους διακινητές είναι να διασφαλίσουν ότι τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων στα αχλάδια είναι κάτω από τα όρια που καθορίζει ο αγοραστής», τόνισε χαρακτηριστικά.
Διαχειρίσιμες οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης
Κατά τον κ. Νάνο, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην αχλαδιά είναι «διαχειρίσιμες», καθώς το αχλάδι προτιμά θερμές καιρικές συνθήκες και δεν έχει μεγάλες ανάγκες ψύχους τον χειμώνα.
Τέσσερις νέες ποικιλίες αχλαδιού
Ο διευθυντής πωλήσεων της ΒΙΤΡΟ ΕΛΛΑΣ ΑΕ, Άρης Κωνσταντινίδης, γεωπόνος, εξέθεσε την 40χρονη πορεία της επιχείρησης, επισημαίνοντας ότι στην Ελλάδα καλλιεργούνται τέσσερις νέες ποικιλίες αχλαδιού που αναπτύχθηκαν στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια: Lucy Sweet, Early Giulia, Debby Green και Lucy Red.
Ιδιαίτερα για τη Lucy Red, εκτίμησε ότι μπορεί να προσελκύσει νεότερο κοινό λόγω του μοναδικού κόκκινου χρώματός της. «Αυτές οι ποικιλίες είναι προστατευμένες με trademark και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις βρίσκονται κυρίως στη Κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλία», δήλωσε ο κ. Κωνσταντινίδης.
Ωστόσο, ο Alberto Garbulia, ανώτερο στέλεχος της ιταλικής Origine Group, διατύπωσε την άποψη ότι, ενώ το αχλάδι είναι αγαπητό στους καταναλωτές, η ζήτησή του παρουσιάζει πτωτική τάση, κυρίως λόγω της αστάθειας στην ποιότητα του προϊόντος. Τόνισε την ανάγκη εστίασης σε στρατηγικές που θα ενισχύσουν την ποιότητα και την αποτελεσματική προώθηση του αχλαδιού, μέσω επενδύσεων στην έρευνα, τις ποικιλίες, τη δημιουργία brand και την εφοδιαστική αλυσίδα.
Το συνέδριο διοργανώθηκε σε συνεργασία με τη ΔΕΘ-Helexpo και το περιοδικό Φρουτονέα, αναδεικνύοντας το ευνοϊκό κλίμα της Ελλάδας για την καλλιέργεια, η οποία ωστόσο σήμερα έχει μειωθεί και εντοπίζεται κυρίως στις περιοχές του Τυρνάβου, Κεντρικής Μακεδονίας και Λακωνίας.