Η αποκάλυψη ότι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ αντάλλαξαν λεπτομέρειες για στρατιωτική επιχείρηση σε μια ομαδική συνομιλία στην εφαρμογή Signal, στην οποία συμμετείχε και δημοσιογράφος του The Atlantic, λίγες ώρες πριν από την επίθεση στην Υεμένη, έχει προκαλέσει σοβαρές ανησυχίες.
Ανακύπτουν ερωτήματα σχετικά με πιθανές παραβιάσεις ομοσπονδιακών νόμων, την έκθεση απόρρητων πληροφοριών μέσω της εφαρμογής μηνυμάτων και τις συνέπειες για τη διαρροή των πληροφοριών.
Σύμφωνα με το Axios, η American Oversight, μια οργάνωση παρακολούθησης της κυβερνητικής δράσης, υπέβαλε μήνυση κατά του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέσγκεθ, και άλλων αξιωματούχων της διοίκησης Τραμπ, επικαλούμενη την παραβίαση των ομοσπονδιακών νόμων περί αρχειοθέτησης.
Τραμπ: Οι πληροφορίες δεν ήταν απόρρητες
Ο πρόεδρος Τραμπ μείωσε την σημασία της παραβίασης ασφάλειας, υποστηρίζοντας ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν μοιράστηκαν απόρρητες πληροφορίες κατά την ανταλλαγή στρατηγικών σχεδίων, που περιλάμβανε και τον αρχισυντάκτη του περιοδικού The Atlantic.
«Δεν ήταν απόρρητες», δήλωσε ο Τραμπ κατά τη διάρκεια συνάντησης με Αμερικανούς πρέσβεις στον Λευκό Οίκο.
«Εάν είναι απόρρητες, αυτό μπορεί να διαφέρει, αλλά πάντα λέω ότι πρέπει να μάθεις από κάθε εμπειρία».

Συμμετοχές στην ομαδική συνομιλία
Ο Τραμπ στήριξε επίσης τον σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, Μάικλ Βαλτς, ο οποίος είχε προσθέσει κατά λάθος τον δημοσιογράφο Τζέφρι Γκόλντμπεργκ στην ομαδική συνομιλία του Signal, στην οποία συμμετείχαν επίσης ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και άλλοι.
Στο πλαίσιο αυτής της ομάδας, ο υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, φέρεται ότι μοιράστηκε πληροφορίες σχετικά με το χρόνο, τους στόχους και τα συστήματα όπλων που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν κατά της επίθεσης κατά των Χούθι στην Υεμένη, σύμφωνα με τον Γκόλντμπεργκ.
«Πιστεύω ότι ήταν άδικο για τον Μάικλ να δεχθεί επίθεση», δήλωσε ο Τραμπ σχετικά με τον Βαλτς.
Ο Βαλτς αναγνώρισε την ευθύνη για τη δημιουργία της ομαδικής συνομιλίας σε συνέντευξή του στο Fox News, διευκρινίζοντας ότι δεν ήταν υπεύθυνος κάποιος συνεργάτης για την προσθήκη του Γκόλντμπεργκ.
«Αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη. Εγώ δημιούργησα την ομάδα», δήλωσε. «Η αποστολή μου είναι να διασφαλίσω ότι όλα είναι συντονισμένα».
Ο Γκόλντμπεργκ, αρχισυντάκτης του περιοδικού και έμπειρος δημοσιογράφος σε θέματα εθνικής ασφάλειας, αναφέρει ότι στην ομαδική συζήτηση συζητήθηκαν επίσης ο διευθυντής της CIA, Τζον Ράτκλιφ, η Τούλσι Γκάμπαρντ, διευθύντρια των Εθνικών Πληροφοριών, και άλλοι, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μάικλ Βαλτς.
Αναστάτωση σχετικά με απόρρητες πληροφορίες
Πρώην αξιωματούχοι Εθνικής Ασφάλειας εξέφρασαν αμφιβολίες σχετικά με το αν οι πληροφορίες που μοιράστηκε ο Χέγκσεθ πριν από την επίθεση της 15ης Μαρτίου ήταν πράγματι απόρρητες.
Οι ανώτεροι αξιωματούχοι πληροφοριών των ΗΠΑ δήλωσαν ότι δεν μοιράστηκαν απόρρητο υλικό στην συνομιλία που αφορούσε τα στρατιωτικά σχέδια των ΗΠΑ.
Η Γκάμπαρντ, ερωτηθείσα σχετικά με τυχόν πληροφορίες για τον χρόνο και τον τόπο των στρατιωτικών επιθέσεων, ξεκαθάρισε: «Μπορώ να επιβεβαιώσω ότι δεν υπήρχαν απόρρητες πληροφορίες ή ευαίσθητες πληροφορίες ασφάλειας στην ομάδα αυτή τη στιγμή».
Η Γκάμπαρντ απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με το αν χρησιμοποίησε το προσωπικό ή το επίσημο τηλέφωνό της, επισημαίνοντας ότι το θέμα είναι «υπό εξέταση».

Ο διευθυντής του FBI, Κας Πατέλ, είπε ότι ενημερώθηκε για το περιστατικό τη Δευτέρα το βράδυ, αλλά δεν διευκρίνισε αν θα διεξάγει έρευνα.
Ο Τραμπ υποστήριξε τον Βαλτς, στις δηλώσεις του στο NBC News τη Δευτέρα, προσθέτοντας: «Ο Μάικλ έμαθε το μάθημά του και είναι καλός άνθρωπος».
Ο Χέγκσεθ αντέτεινε ότι δεν έστειλε «σχέδια πολέμου» στους συνεργάτες του πριν από την επίθεση στους Χούθι στην Υεμένη, χαρακτηρίζοντας ωστόσο τον Γκόλντμπεργκ «απάτη και εξαιρετικά κατακριτέο».
Στο επίκεντρο ο Χέγκσεθ
Η κατάσταση, κατά την οποία ο Χέγκσεθ περιέγραψε όχι μόνο τα όπλα που θα χρησιμοποιούσαν οι αμερικανικές δυνάμεις, αλλά και τους προγραμματισμένους στόχους και τον χρόνο της επίθεσης, όπως αναφέρει ο Γκόλντμπεργκ, εκθέτει σε δύσκολη θέση τον υπουργό Άμυνας καθώς και τους υποστηρικτές του που είχαν προειδοποιήσει σχετικά με τις διαρροές ευαίσθητων πληροφοριών Εθνικής Ασφάλειας.

Το The Atlantic, σε δήλωσή του, ανέφερε ότι οι επιθέσεις κατά του Γκόλντμπεργκ ή του περιοδικού «ακολουθούν μια προφανή στρατηγική από εκλεγμένους αξιωματούχους και άλλους στη εξουσία, οι οποίοι είναι εχθρικοί προς τους δημοσιογράφους και τα δικαιώματα της Πρώτης Τροπολογίας των Αμερικανών».
Σε συνέντευξή του στην MSNBC, ο Γκόλντμπεργκ χαρακτήρισε «ανόητη» την άρνηση του Χέγκσεθ ότι παρείχε σχέδια στρατιωτικής επιχείρησης στην συνομιλία.
Η μήνυση της American Oversight κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ουάσινγκτον κατά του Πιτ Χέγκσεθ και άλλων αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων της διευθύντριας Εθνικών Πληροφοριών, Τούλσι Γκάμπαρντ, του διευθυντή της CIA, Τζον Ράτκλιφ, του υπουργού Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, και του ΥΠΕΞ Μάρκο Ρούμπιο.
Η American Oversight ζητά την ανάκτηση «παράνομα διαγραμμένων μηνυμάτων και την αποτροπή περαιτέρω καταστροφής».
Στη δήλωση της οργάνωσης, αναφέρεται ότι ο Νόμος για τα Ομοσπονδιακά Αρχεία απαιτεί από τους αξιωματούχους να διατηρούν επικοινωνίες που σχετίζονται με επίσημες κυβερνητικές δραστηριότητες. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες χρειάζεται να διασφαλίζουν τη διατήρηση μηνυμάτων που αποστέλλονται μέσω εφαρμογών όπως το Signal, εφαρμόζοντας πολιτικές που απαιτούν από αξιωματούχους και προσωπικό να τα προωθούν σε επίσημα συστήματα για σωστή αρχειοθέτηση ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα για να διασφαλίσουν την αποθήκευσή τους.
«Ευρωπαϊκή παρασιτικότητα»
Η αποκάλυψη από το The Atlantic σχετικώς με το συγκεκριμένο περιστατικό έχει προκαλέσει ανησυχίες στην Ευρώπη, σύμφωνα με τις New York Times, όπου εκφράστηκαν απογοήτευση και θυμός.
Τα σχόλια που εγκλώβισαν τους ευρωπαίους αξιωματούχους περιλάμβαναν αναφορές που χαρακτήριζαν τους Ευρωπαίους ως γεωπολιτικά παράσιτα. «Απλώς μισώ να καλύπτουμε πάλι τους Ευρωπαίους» έγραψε ο Τζέι Ντι Βανς, υπογραμμίζοντας ότι οι επιθέσεις στην Υεμένη κατά των Χούθι θα ήταν προς όφελος της Ευρώπης περισσότερο απ’ ότι των Ηνωμένων Πολιτειών.

«Συμφωνώ απόλυτα με την απέχθεια σου για την ευρωπαϊκή παρασιτικότητα», απάντησε ο Πιτ Χέγκσεθ, τονίζοντας ότι «είναι θλιβερό».
Τα μηνύματα αυτά φανερώνουν εξέχοντα συναισθήματα των Αμερικανών, ότι οι Ευρωπαίοι εκμεταλλεύονται τις στρατιωτικές ενέργειες των ΗΠΑ και ότι οποιαδήποτε αμερικανική στρατιωτική επιχείρηση, ασχέτως του πόσο εμφανώς εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ, «χρειάζεται» αποζημίωση.
Ένας συμμετέχων στην ομάδα, γνωστός ως SM, που θεωρείται ότι είναι ο Στίβεν Μίλερ, δηλωμένος κορυφαίος συνεργάτης του προεδρικού γραφείου, πρότεινε ότι τόσο η Αίγυπτος όσο και η Ευρώπη θα έπρεπε να αποζημιώσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες για την στρατιωτική επιχείρηση.

«Αν η Ευρώπη δεν αποζημιώσει, τότε τι; Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες επαναφέρουν με επιτυχία την ελευθερία ναυσιπλοΐας με μεγάλο κόστος, τότε θα πρέπει να υπάρξει κάποια περαιτέρω οικονομική ανταπόδοση», έγραψε ο «SM».
Πληροφορίες από: New York Times, Axios, Associated Press, NBC News