Στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 6 Μαρτίου, αναμένεται να επαναβεβαιωθεί η αδιάλειπτη και σταθερή υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ουκρανία, όπως αποκαλύπτει το τελευταίο σχέδιο συμπερασμάτων.
«Η ΕΕ θα συνεχίσει να υποστηρίζει την Ουκρανία και τον λαό της. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαιώνει την αδιάκοπη και σταθερή στήριξή του για την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, όπως αυτά καθορίζονται από τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα», αναμένεται να τονίσουν οι 27 ηγέτες της ΕΕ στα συμπεράσματά τους μετά τη Σύνοδο Κορυφής.
«Η επιθετική στρατηγική της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας έχει ευρύτερες συνέπειες για την ευρωπαϊκή και διεθνή ασφάλεια. Από την έναρξη της σύγκρουσης, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της, σε συνεργασία με τους εταίρους και τους συμμάχους τους, έχουν υπογραμμίσει τη σημασία του τερματισμού αυτού του πολέμου μέσω μιας συνολικής, δίκαιης και μόνιμης ειρηνικής λύσης, βασισμένης στις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου», αναφέρεται στο σχέδιο συμπερασμάτων της 6ης Μαρτίου.
Αναμένοντας μια νέα δυναμική στις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη μίας συνολικής, δίκαιης και διαρκούς ειρήνης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναμένεται να επαναλάβει τις εξής αρχές:
α) οι διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία πρέπει να περιλαμβάνουν την ίδια την Ουκρανία,
β) δεν μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια χωρίς την ενεργή συμμετοχή της Ευρώπης, καθώς η ασφάλεια της Ουκρανίας, της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου είναι αλληλένδετες,
γ) η κατάπαυση του πυρός πρέπει να αποτελεί μέρος της διαδικασίας που θα οδηγήσει σε μια συνολική ειρηνική συμφωνία,
δ) οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να συνοδεύεται από ισχυρές και αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία, ώστε να προλαμβάνεται η ρωσική επιθετικότητα στο μέλλον,
ε) η ειρηνική λύση πρέπει να σέβεται την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες αναμένεται επίσης να επισημάνουν ότι η πραγματοποίηση «της ειρήνης μέσω της ισχύος» συνεπάγεται ότι η Ουκρανία πρέπει να είναι σε όσο το δυνατόν καλύτερη θέση, τόσο αμυντικά όσο και στρατιωτικά. Αυτό ισχύει πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τις διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου. Για το σκοπό αυτό, οι «27» αναμένεται να υπογραμμίσουν ότι «η ΕΕ παραμένει προσηλωμένη, σε συνεργασία με ομοϊδεάτες εταίρους και συμμάχους, να παρέχει ενισχυμένη πολιτική, οικονομική, ανθρωπιστική, στρατιωτική και διπλωματική στήριξη στην Ουκρανία και τον λαό της, ενώ ταυτόχρονα θα εντείνει την πίεση κατά της Ρωσίας για να περιορίσει την ικανότητά της να συνεχίζει την επιθετική της πολιτική».
Επιπλέον, το σχέδιο συμπερασμάτων θα αναφέρει ότι η ΕΕ θα συνεχίσει να παρέχει οικονομική στήριξη στην Ουκρανία, με στόχο συνολικά 30,6 δις ευρώ το 2025, που θα περιλαμβάνει 12,5 δις ευρώ από τη Διευκόλυνση της Ουκρανίας και 18,1 δις ευρώ από το πακέτο που συμφωνήθηκε στο G7 τον Ιούνιο του 2024.
«Μία Ουκρανία ικανή να αμυνθεί αποτελεσματικά είναι αναπόσπαστο μέρος οποιωνδήποτε μελλοντικών εγγυήσεων ασφαλείας», τονίζεται στο σχέδιο των συμπερασμάτων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναμένεται να χαιρετίσει την ετοιμότητα των κρατών μελών να αναγνωρίσουν και να καλύψουν τις στρατιωτικές και αμυντικές ανάγκες της Ουκρανίας και να προωθήσει τις διαδικασίες για την ενίσχυση της στρατιωτικής υποστήριξης της ΕΕ προς την Ουκρανία.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες αναμένονται επίσης να καταστήσουν σαφές ότι η εντατικοποίηση της φροντίδας για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας της Ουκρανίας και η ενίσχυση της συνεργασίας της με την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία είναι επιτακτική ανάγκη.
Τέλος, θα υπογραμμιστεί ότι τα κράτη μέλη είναι πρόθυμα να συμβάλλουν περαιτέρω στη διασφάλιση της ασφάλειας της Ουκρανίας, σύμφωνα με τις οικείες αρμοδιότητες και δυνατότητές τους, ερευνώντας επίσης τη δυνατότητα εφαρμογής των μέσων της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Οι εγγυήσεις ασφαλείας θα πρέπει να συμφωνηθούν σε συνεργασία με την Ουκρανία, καθώς και με ομοϊδεάτες και διατλαντικούς εταίρους. Η στρατιωτική υποστήριξη και οι εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία θα παρέχονται, τηρώντας τις πολιτικές ασφαλείας και άμυνας ορισμένων κρατών μελών, καθώς και τα συμφέροντα όλων των κρατών μελών.